Further tags

Το λέμε όταν κάτι είναι τέλειο, γαμάει, είναι τρομερό. Δηλώνει γενικότερα ενθουσιασμό για κάτι που μας αρέσει. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την λέξη κεντάει αλλά αυτή χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά.

- Σ' άρεσε το τραγούδι;
- Μαλάκα πλάκα με κάνεις, το κομμάτι σπέρνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκπλήσσομαι, μένω μαλάκας, μένω κάγκελο.

- Μαλάκα είδες τι πίπινους κυκλοφορεί ο Νίκος;
- Ναι ρε, τα είδα προχθές και έμεινα παγωτό! Τρομερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.

Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται στον στρατό και συγκεκριμένα στα τεθωρακισμένα όταν σε βάζουν αγγαρεία στον όρχο αρμάτων.

Διοικητής Ίλης: Παπαδόπουλε και Δημητριάδη. Όρχο αρμάτων και γρηγορα.
Φαντάρος: Πω πω ρε σειρούλες, χοσέ αρμάντο που φάγατε πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από την αγγλική λέξη lag που σημαίνει αργοπορία και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κολλάμε και χάνουμε τα λόγια μας.

- Έλα βρε μαλάκα μην λαγκάρεις τώρα που πρέπει να μιλήσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.

Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!

"Ο Χριστός αντάρτης", έργο του Alfredo Rostgaard, 1969, μάλλον επηρεασμένο από την "Θεολογία της Απελευθέρωσης". Οι λατινοαμερικάνοι πιστοί είδαν "κυριολεκτικά" τον Χριστό φαντάρο! (από Khan, 09/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπες, κάνω στοματικό σε άντρα.

-Τι έγινε ρε μαλάκα χθες με την γκόμενα;
-Ε μωρέ με πίπωσε και την έστειλα σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίζομαι απρόοπτα, ξαφνικά.

Συναντάται και αλλιώς ως η ξεμπούκα, η ξαφνική εμφάνιση.

Ξεμπουκάρανε ξαφνικά πίσω από την πόρτα και μας την πέσανε άσχημα, φάγαμε ένα βρωμόξυλο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το πολύ και ανελέητο ξύλο, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει και διάφορα αντικείμενα πάσης προελεύσεως.

Τους είχαμε προειδοποιήσει να μην μας ξανακολλήσουνε. Και την άλλη φορά μας κάνανε μαγκιές και τελικά τους ρίξαμε ένα βρωμόξυλο με κάτι καρέκλες και ρόπαλα που τους έφυγε η μαγκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω.

- Ρε μπαγλαμά αφού δεν έχεις κάνει registration, πώς θες να μπεις;
- Δεν το 'νιωσα...

(από Khan, 06/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified