Further tags

Χαζολογώ, κάνω μαλακίες, φέρομαι βλακωδώς.

Μετά από δυό ποτά η γκόμενα αρχίσε τα τσιλιμπουρδίσματα και καταλάβαμε όλοι τι μυαλά κουβαλάει κι αυτή και οι φίλες της.

Got a better definition? Add it!

Published

Μου ήρθε φλασιά: ξαφνικά θυμήθηκα.

- Έψαχνα όλο το σπίτι για να βρώ τα κλειδιά και στο τέλος έφαγα φλασιά ότι τα είχα στην τσέπη του μπουφάν μου.

(από Khan, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμεσα, απότομα, χωρίς πολλή σκέψη.

Χτές ο Γιάννης πήγε και την έπεσε στη ψύχρα στη barwoman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στο στρατό όπου βάζουν φωτιά σε χαρτάκι που έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του φαντάρου που κοιμάται.

Καλά χτες έκαναν πυροφάνι στον νέο και μας άκουσε όλο το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κωλύομαι (δυσκολεύομαι), χρησιμοποιείται στον στρατό για να δείξει ότι κάποιος κάνει πολλές υπηρεσίες και γενικά δυσκολεύεται πολύ.

Καλά χτες τα είδα όλα κωλυόμενα! Από τα μαγειρεία στη σκοπιά και το βράδυ περίπολος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό σημαίνει στην εντέλεια.

- Κοίτα κρεβάτι που έστρωσα! Ουτε μία ζάρα. Τζετέ το έκανα για την επιθεώρηση.

Βλ. και τζετ, τέφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό: ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων (αφορά φαντάρους).

Υποτιμητικά: Λόχος Υπέρ Βυσμάτων ή Λούφα Ύπνος Βόλτα.

- Ο Νικολάου πήγε με απόσπαση εκπαίδευση στα Λ.Υ.Β. - Κατάλαβα... Λούφα - Ύπνος - Βόλτα...

Βλ. και βύσμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό μια δύσκολη περίοδος όταν οι άδειες είναι ανύπαρκτες, οι υπηρεσίες πολλές, οι έξοδοι μετρημένες, και παράλληλα η μονάδα είναι σε επιφυλακή, έχει έρθει επίσκεψη κάποιος υψηλόβαθμος και γενικά όλοι τρέχουν πανικόβλητοι.

- Θα πάρεις άδεια αυτόν το μήνα; - Τι άδεια να πάρω, πήραν μετάθεση οι παλιοί, ακόμα δεν έχουν έρθει νέοι, και μεθαύριο έχουμε επιθεώρηση απο τον ταξίαρχο. 'Αστα να πάνε, πίπα-κώλο εμπλοκή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει για υπηρεσία σκοπιά ένας στρατιώτης.

Άστα να πάνε, σήμερα βαράω γερμανικό σκοπέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.

- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified