Further tags

Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ασανσέρ, στη νηπιακή σλανγκ, εκ της συντομογραφίας «κατ/νος» («κατειλημμένος»).

Είναι τρισάθλιο, αλλά είμαι σίγουρος ότι πολλοί «εκεί έξω» (τι αμερικλανιά, αλήθεια!) θα έχουν χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο.

  1. - Όταν ήμουν πολύ μικρός, έβλεπα το »κατ/νος« στο ασανσέρ και πάντα αναρωτιόμουν ποιός άθλιος λέγεται «Κατίνος» ... :lol: :lol: :lol: :lol:
    - Η σαπίλα πάει σύγνεφο (προσοχή στο -γν- :p ) από μικρή ηλικία. :oops:
    - Κλασσικα, αυτο ελεγα και εγω, αν και ηξερα οτι δεν λεει κατινος :rolleyes: (εδώ)

  2. Μαμά, πάτα το κουμπάκι να έρθει ο Κατίνος!

Κατίνος σε κάθε περίπτωση. Προσωπική φαβορίτα το δείπνο με τα κεριά. (από Galadriel, 02/06/10)

βλ. και ΣΧΗΣ, Κώνος, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της καφενειακής σλανγκ που αναφέρομαι στους τελευταίους ορισμούς (ξυπόλυτο, ανήλικο), προσθέτω πάραυτα και το ιδρωμένη.

Η πάρα πολύ κρύα μπύρα του μαγκίτη που, όταν βγει από το ψυγείο, υγροποιούνται πάνω στο μπουκάλι της οι περιβαλλοντικοί υδρατμοί με αποτέλεσμα να «ιδρώνει».

Για δε τον βαθμό της θερμοκρασίας του μπυρονίου, η εφίδρωσή αποτελεί εξαίρετη ένδειξη. Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ρε συ Τακούλη, τσάκω μια ιδρωμένη.

Βλέπε και τσαφωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείου συνέχεια και... υποβρύχιο. Αποτελείται από μια κουταλιά του γλυκού βανίλια βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.

Τα «παλιά τα χρόνια» έπαιζε πολύ και στα καφενεία και ως τρατάρισμα στα σπίτια. Τίμιο αντιυπογλυκαιμικό χωρίς λιπαρά.

Υπάρχει επίσης και αυτό το υποβρύχιο που υπάγεται στα ξίδια.

Έλα παιδιιιιιιί, έναν γλυκύ βραστό και ένα υποβρύχιο για τη μανδάμ.

Υποβρύχιο ουρανός (από perkins, 02/06/10)White submarine (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του Πατρινού (κυρίως) Ελληνικού καφέ.

- Άντε ρε μεγάλε, σήκω.
- Μισό, έχω ακόμα μια τζούρα καφέ.
- Θα πιεις και τα σαρίδια;

σταρίδια μου. (από perkins, 02/06/10)σα(υ)ρίδια (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν έχει περάσει από τα χέρια σου δεν το ξεχνάς ποτέ. Αν το χαλάσεις, το νοσταλγείς. Σου θυμίζει την εποχή που ήταν «το πολύτιμο σου» αποκούμπι. Όσοι τα χάλασαν πριν τον 2ο Π.Π. το σκυλομετάνιωσαν, ακόμη το φυσάν και δεν κρυώνει.

Και λάμπει και είναι χρυσό. Ανήκει στην περίφημη οικογένεια των φλουροειδών. Πρόκειται για την περίφημη Γαλλική λίρα (6,45γρ, 90.0% χρυσό), κοπής από 1899-1914, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η απεικόνιση του συμπαθούς ορνιθοειδούς στην μία της όψη.

Λόγω της αξίας του αντικειμένου, το κοκοράκι ξέφυγε γρήγορα από την αργκό και υιοθετήθηκε από όλους. Ήταν εξάλλου και ένας τρόπος διαχωρισμού της Γαλλικής λίρας από την Αγγλική, που είχε μεγαλύτερη αξία.

Κάθε σπιτικό που «σεβόταν τον εαυτό του», κυρίως μικρασιάτικης καταγωγής, είχε και ένα κοκοράκι για καιρό ανάγκης. Αναγκαίο συστατικό της προίκας της κόρης. Μπορούσε να γίνει και δώρο από νονό σε βαπτιστικό ή από παππού σε εγγονό.

Φυλάσσεται σε πουγκί, χωμένο μέσα σε μπαούλο στην πίσω δεξιά γωνία κάτω από τις βαριές κουβέρτες και κάνει απίστευτο ήχο όταν ... δεν νοιώθει μοναξιά.

Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο κορυφαίος Λογοθετίδης στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», είναι «κίτρινο-κίτρινο!»

«Αυγουστίνε, να δεις πόσα κοκοράκια (λίρες) μαζέψαμε εμείς, ενώ εσύ με το Ευαγγέλιο μάζεψες μόνο δύο». «Ναι,» τους απαντώ, «μάζεψα μόνο δύο. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, εγώ τα μάζεψα με ελευθερία, ενώ εσείς τα μαζέψατε με τη βία».

Από την σελίδα του Αυγ. Καντιώτη.

Κίτρινο κίτρινο!!! (από Stravon, 09/06/10)Ε! ρε και να \'χαμε... (από Stravon, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον αποτυχημένο ελληνικό καφέ.

- Πσσςτ παιδί, πάρε σε παρακαλώ το νερόπλυμα από δω και φέρε μου ένα σωστό καφέ. Άντε που τον πληρώνουμε χρυσό και δεν ξέρετε ούτε ένα καφέ να ψήσετε.

βλ. και νερομπούλι, νερομπούρμπουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified