Further tags

Συνώνυμο του «είμαι Θεσσαλονικιός και μένω σε πολυκατοικία».

Πολλοί Θεσσαλονικείς απορούν γιατί η έκφραση αυτή προκαλεί χαμόγελα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

- Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Φοιτητικά Διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη (...) Εδώ και δύο χρόνια μένω στην οικοδομή αυτή. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που έχω μόνο θετικές είναι. (εδώ)

- Μένω στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα απέναντι από το Δημαρχείο Συκεών. Η οικοδομή μας αποτελείτε από 3 οροφοδιαμερίσματα μια πυλωτή και ένα μαγα ...
(εκεί)

- Εγω παλι εχω καταγωγη απο Κρητη αλλα δεν παω συχνα..Το πρωτο που ακουσα ηταν προσεχε με ποιους κυκλοφορεις και πως ντυνεσαι γιατι εδω δεν ειναι θεσσαλονικη, θα σε προσβαλλει κανενας..Κι εγω αφελεστατα..μα γιατι,τι του κανα; Προσβαλλω τελικα σημαινει φλερταρω..και αλλες 2 λεξεις που θυμαμαι ειναι το διερμιζομαι(συμμαζευω)..ειναι δυνατον παθητικη φωνη;και μην αγλακας μπρε παραουλε...χαχα(μην τρεχεις ρε βλακα)Και επισης εκει ηταν που γελουσαν για το οτι μενω σε οικοδομη..γκρρρρ...
(παραπέρα)

- ΕΙΣΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ:
(...)
50. ... λες ότι μένεις σε πολυκατοικία και όχι σε οικοδομή
(...)
(παραδίπλα)

Μαντέψτε σε ποια πόλη βρίσκεται αυτή η πινακίδα :-) (από Vrastaman, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο πιάτο, κυρίως της ταβέρνας, που αποτελείται από τυρί τοποθετημένο σάντουιτς ανάμεσα σε δύο αλουμινόχαρτα και ψημένο στο φούρνο.

Λέγεται και φέτα ψητή.

Μαζί με τη φέτα συνήθως μπαίνουν κομματάκια καυτερής πιπεριάς κι ένα μεγάλο κομμάτι ντομάτα. Στη συνέχεια τα δύο αλουμινόχαρτα σφραγίζονται περιμετρικά ώστε να κρατήσουν μέσα τα ζουμιά. Το κλείσιμο γίνεται τυλίγοντας τα άκρα σαν πάπυρο, κάνοντας έτσι το πακέτο να μοιάζει κυριολεκτικά με μπουγιουρντί (βλ. έτερο ορισμό και συνταγή).

- Θέλετε και κάνα ορεκτικό;
- Φέρε μας ένα μπουγιουρντί, μια πιπεριά του αράπη και μια μελιτζάνα ζωντοχήρα.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ πικρό, πολύ αλμυρό...

Και πώς έκαμες το φαΐ διαλούπι;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο φλιτζάνι, κούπα.

Θα νετάρεις με αυτόν τον καφέ σήμερα, που γιόμισες μια κίκαρη απάνου κι απάνου!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουβάς (Λακωνική διάλεκτος).

Αρχικά σήμαινε την ταΐστρα των ζώων, τον τορβά, και γι αυτό ίσως ετυμολογείται από το ιταλικό testa = κεφάλι.

(αθηναία που μόλις έμαθε τρεις καινούργιες λέξεις και κατάφερε να τις βάλει σε μία πρόταση)
- Μού 'χει κατσικωθεί να πάρω την τέστα και να σε κάνω τσουπλί.

(από salina, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό τσεκούρι. Αντίστοιχα, «μανάρα» είναι το μεγάλο τσεκούρι. Χρησιμοποιείται στην Κρητική διάλεκτο αλλά και αλλού. Επίσης «μαναριά» είναι η τσεκουριά.

«Της τύχης τα μελλούμενα μανάρι (=τσεκούρι) δεν τα κόβγει» (Αμοργός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλουρί στη βασιλόπιτα. Λέγεται σε περιοχές στο βορρά της χώρας.

- Πάλι ο Νικολάκης βρήκε τον παρά;
- Έ! καλά τώρα!! Το κανονίζει η γιαγιά κάθε χρόνο, μη στεναχωρηθεί ο εγγονός για.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχετικά ογκώδες, δυσκίνητο και/ή αργοκίνητο όχημα ή γενικότερα πράγμα.

Ετυμολογικά προκύπτει από τον ορισμό του κουραδά.

  1. - Κοίτα το λεωφορείο, πήγε να πάρει την στροφή και βρήκε τοίχο.
    - Λογικό είναι, πού πάει ο τυπάς με αυτή την κουράδα μέσα σε τέτοια στενά δρομάκια...

  2. Τάκης: - Μάκη, τι σύνδεση ίντερνετ έχεις;
    Μάκης: - ADSL, 1Mbps.
    Τάκης: - Πώς την παλεύεις με αυτήν την κουράδα; Θα κάνεις 5 μέρες να κατεβάσεις μια ταινία!!!!
    Μάκης: - Μερικές φορές δεν την παλεύω κάστανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από χωριό της Τζίμπρου, το στρουμπί είναι κατά περίπτωση:

  1. Πανί ή ρούχο τσαλακωμένο σαν πατσαβούρι, συχνά μετά από κουβάριασμα και τσαλαπάτημα. Προέρχεται από το ανύπαρκτο ρήμα «στρουμπάω», συνώνυμου του «ζουπάω», που σημαίνει σπρώχνω πιέζοντας κόντρα σε κάτι άλλο. Πελλοπονjήσιο.

  2. Στον Άγιο Κοσμά Γρεβενών: στρουμπί λέμε το κάθισμα, το σκαμνάκι (γούγλε γούγλε). Παράδειγμα από τούτο δε βρήκα, αν είναι κάποιος από τα Γρεβενά ας εκτιμήσει τουλάχιστον ότι αναφέρθηκε κι ας συμπληρώσει χρήση.

Εδώ: Μου θύμισες τότε που παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς (με τα άλλα βλοημένα) τρέχαμε μέσα στα χωράφια και κυλιόμασταν στα χόρτα και την έκπληξή μας, όταν για πρώτη φορά σπάζοντας τις πράσινες μικρές φούσκες, διαπιστώσαμε ότι μέσα κρυβότανε μια κόκκινη τσαλακωμένη (στρουμπί) παπαρούνα.

-Σου χω πει, όταν έρχεσαι από το γραφείο, μην το πετάς το παντελόνι πάνω στην καρέκλα, γίνεται στρουμπί εντελώς, ούτε με το σίδερο δεν ισιώνει τώρα, ε ρε πούστη μου, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ' έχω καλομάθει και πολύ που το εκτιμάς, ούτε αλβανή να 'μουνα, πιο πολύ θα με σεβόσουνα τότε γιατί θα σε χρέωνα και δέκα ευρά την ώρα, σιχτίρι πια, νατο, δες το, το βλέπεις, πατσαβούρι έγινε, πώς θα το φτιάξω μου λες; ΕΕΕ;
-Πέτα το στα σκουπίδια. Πάω έξω.

Got a better definition? Add it!

Published