Further tags

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

Πάσα από Δ.Π. - Kilerakias.

Κατηγορία α'

- Είναι και ναζιάρα κορδελιάρα, ε δεν θέλει και πολύ Mr. Green

- Και εσυ εισαι ψευτοκαλλιτεχης, μηχανοραφτης σπουδαρχιδης φαυλος κορδελιαρης.

Κατηγορία β'

- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ Την τύχη μου την κορδελιάρα.........

Κατηγορία γ'

- Το είχα ακούσει στο ΟΑΚΑ από αεκτζή ως προσβολή σε βάρος του διαιτητή. Λίγα χτυπήματα στον γκούγκλη
(πάσα από Δ.Π. - Kilerakias)

- Γαμα το παιχνιδι σημερα, αλλα τον Νινη τον εχεις κανει σαν τα μουτρα σου Καραγκουνη ακους;;; Να πηγαινει για το φαουλ και για την τριπλιτσα και την κορδελιαρα μπαλια στο κεντρο σε καποιον πουναι αντε 10μ διπλα του. Καραγκουνη ΕΣΥ φταις

Κατηγορία δ'

- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Got a better definition? Add it!

Published

Και «τρυφερή είναι η νύχτα», καμία σχέση. Οι ορισμοί του γραφικού των Papara και Dirty talking είναι υποδειγματικοί. Αλλά δεν έχει να κάνει!

Ήταν μια εποχή που την ονόμασαν «Εκσυγχρονισμό» και η Ελλάδα τότε ήτανε «Ισχυρή». Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ασφάλουσλυ η άνοδος του λάιφστάιλ και των νέας κοπής καθωσπρεπισμών και καθωσδενπρεπισμών (κατά το «αμφορείς εντάξει, αλλά αν δε φορείς»; Τζόνυ Βαβούρας). Μια σούπα-μούπες σύμφυρση παχυδερμικά επιδερμικών συμπεριφορών και προσεγγίσεων στο ζην. Βλ. και το λήμμα νεοφιλελέρα.

Η κατηγορία-κατηγόρια «γραφικός» επιστρατεύθηκε προκειμένου μέσα από την καρικατουροποίηση τους να διαολοστέλνονται συνοπτικώς (να απονομιμοποιούνται κοινωνικά) αξίες και πρακτικές που χαλούσαν τη σούπα: έτειναν προς τη γραφικότητα όσοι κατέβαιναν σε πορείες και «φώναζαν», όσοι ασκούσαν κριτική στην τεχνοκρατικοποίηση του επαγγέλματός τους, όσοι «νοσταλγούσαν» ένα λιγότερο εμπορευματοποίημενο ποδόσφαιρο κ.τ.ο. Αλλά θα πρέπει να γίνουμε γενικώς πιο καχύποπτοι. Γενικά «γραφικότητα» χαρακτηρίστηκε ότι κι αν έκανε κανείς διαφορετικό ή παλιομοδίτικο εκτός κι αν το έκανε από άποψη, δηλαδή, ήταν κάπως φτασμένος (είχε έτοιμο κοπάδι να τον εξυμνήσει - βλ πχ θεατράνθρωπος) ή σε τροχιά ανόδου, δηλαδή, αν μέσα από αυτό είχε καταφέρει να κερδίσει χρήματα ή είχε καταφέρει να γαμήσει/θεί. Γραφικοί όσοι επέμεναν στο παλιό αμάξι επειδή δεν είχαν ανάγκη επίδειξης, γραφικοί όσοι έμειναν στο χωριό επειδή το αγαπούσαν κι όχι επειδή έφτιαξαν έναν αγροτουριστικό ξενώνα, γραφικοί όσοι φορούσαν άσπρες φανέλες χωρίς να έχουν μπράτσα και ξυρισμένο στέρνο (εσχάτως και τατού). Κλπ κλπ.

[ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χαρακτηρισμό «γραφικός» άρχισαν να φλερτάρουν (καπηλεύονται;) πολλοί που δεν τους είχε δα εντελώς τελείως ξεβράσει ο καιρός και η ιστορία, αλλά που τους συνέφερε να καμώνονται πως τους έχει. Είναι εκείνοι που, αν δημοσιολογούσαν, έλεγαν και λένε με μισοκακόμοιρο ύφος: «Μας λένε γραφικούς, αλλά...». Η γραφικότητα και η εκλεχτική συγγένεια προς το καλτ ήταν/είναι σε αυτήν την περίπτωση μια μορφή εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης συμπεριφορών - περιπτώσεις από βιζιτούδες της σόου βυζ που διαφημίσαν εαυτές προτάσσοντας την ελλεεινίδικη τσαχπινοπουτανιά, μέχρι εθνικιστοπατριώτες που της μίλησαν της καρδιάς του νοικοκυραίου, ποινικολόγους που μέσα από τη γραφικότητά τους στέλνουν στην πιάτσα το μήνυμα ότι υπερασπίζονται και το διάολο τον ίδιο, αλλά και κουκουέδες που συνέχισαν να σηκώνουν την μπαντιέρα της εργατικής τάξης, της ιδιόμορφης, δηλαδή, και με το αζημίωτο συμμετοχής τους στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό («εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς» που λένε τα ΚΝΑΤ). Κλπ κλπ.]

Οπωσδήποτε η βρισιά γραφικός φορέθηκε στα ΜΜΕ και στον καθημερινό λόγο πολύ όπως λέει κι ο Ντέρτυ στον ορισμό του και κατέληξε να σημαίνει στον κυρίαρχο λόγο, διαταξικά και διηλικιακά, στην πόλη και στο χωριό, απλά τον «μαλάκα», τον yet-to-be απόβλητο.

Υπήρξε αντίσταση; Ναι, υπολειμματικά, την μαρτυρεί η φράση «γραφικά είναι τα Άγραφα» που έχει και παρήχηση και λέει και την αλήθεια για τα πραγματικά υπέροχα Άγραφα. Αν κάποιος κατέθετε τη γραφικότητα ως μομφή για κάτι που δεν του άρεζε, του' λεγε ο γραφικός, αν ήξερε τη φράση: «γραφικά είναι τα Άγραφα», και τελείωνε τη συζήτηση περί γραφικού ή μη.

Με την κρίση αλλάξανε τα κόζα: η αντιμνημονιακή γραφικότητα έγινε πολυχαϊδεμένη θεμιτή πολιτική αντίδραση. Αλλά και η υποστήριξη του μνημονίου έγινε κι αυτή γραφικότητα. Επίσης αλλάξανε τα πράγματα και με τους χίπστερς, προφ για να παραμείνουν τα ίδια.

- Ελάτε τώρα κύριε Ταρίφα με τις γραφικότητες.
- Γραφικά είναι τα Άγραφα παληκάρι μου, ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ σου λέω ότι δε μας ψεκάζουν με τ' αεροπλάνα, για τα χημικά όπλα της Συρίας που μας τα φέρανε στην πόρτα μας τι έχεις να πεις; Κι αυτό γραφικότητα είναι;

Πρώτα σε λένε γραφικό, μετά προφήτη. (από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι η σφουγγαρίστρα. Ή αυτό με το οποίο καθαρίζουμε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Για αυτό λέμε μαλαστούπα και μια γκόμενα που είναι τελείως μπάζο, πατσαβούρα. Και κάποιον που είναι μαλάκας και μινάρας. Αλλά και μια μεγάλη πούτσα, επειδή και η σφουγγαρίστρα είναι μεγάλο ραβδί, όπως φανταζόμαστε την πούτσα.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

  1. Τι να δώσω στο Πακιστάνι με τη μαλαστούπα; 600 Ευρώ παίρνω κι εγώ, δεν βγαίνω...

  2. - Καλά χώρισε το θεόμουνο για αυτήν τη μαλαστούπα;
    - Μπορεί να βγάζει άλλα γούστα στο κρεβάτι, δεν ξέρεις.

  3. Με αυτόν τον μαλαστούπα που έχουμε για πρωθυπουργό μην περιμένουμε και πολλά πράγματα.

  4. Κι εκεί που είχαμε πάει στην ερημική παραλία βλέπουμε ένα παππούδι να πετάει έξω τη μαλαστούπα και να αρχίζει να τον παίζει μπροστά σε όλους.

(από Καλαπόδας, 02/03/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε περιπτώσεις που κάποιος το παίζει μάγκας με μηχανή, σε στυλ μάγκα κάγκουρα, αλλά στην πραγματικότητα είναι καραφλώρος. Η εξάτμιση μπορεί να είναι και αυτή της μηχανής του κάγκουρα που πουλάει μαγκιά, αλλά και ο κώλος που είναι η εξάτμιση του ανθρώπου, από τον οποίο ο δήθεν μάγκας κλάνει ή τον παίρνει κιόλας.

Από Captain Greek- Πρόχειρο.

  1. Τι να μας πει κι ο Σφακιανάκης από τη ζωή του; Μια ζωή με το υφάκι μαγκιά κλανιά κι εξάτμιση, στο τέλος πάτωσε το μαγαζί του και δεν θα έχει πού να τραγουδήσει.

  2. Βγαίνει ο Σαμαράς με ύφος μαγκιά κλανιά εξάτμιση και πιτσαρία που έσκισε, και σε όλα τα σημαντικά θέματα είναι κότα.

(από Καλαπόδας, 09/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.

Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html

Παραλλαγή του γνωστού και μη εξαιρετέου φραπεδάιζερ (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified