Further tags

Σφεντόνα λέμε, πολλές φορές, την πολύ γρήγορη εκκίνηση, ή γενικότερα κάτι που κινείται με ταχύτητα που προσομοιάζει πέτρα την ώρα που εκτινάσσεται από το φερώνυμο όργανο.

  1. Ρε συ, τι είναι αυτός ο Μπολτ; Σφεντόνα έφυγε!

  2. Πέρασε ο Τζάιρο με το Πεζό. Το 'χει πειράξει και πήγαινε σφεντόνα. Θα σκοτωθεί καμιά ώρα ο μαλάκας.

Σφεντόνα (από panos1962, 09/12/09)Σφεντόνα έφυγε… (από panos1962, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότσι αποκαλείται ο αστράγαλος, καθώς και το μυώδες τμήμα της κνήμης ενός ζώου.

Μεταφορικά παραπέμπει σε τόλμης ή μαγκιάς, σε αρχίδια με την καλή έννοια (κατά το αγγλικό guts).

Υπάρχει και το μπιθικώτσης που στα αρβανίτικα σημαίνει σκληρόκωλος (κώλος > μπίθα). Στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, ωστόσο, το κότσι αντικαθίσταται από την κοτρόνα.

Δεν έχεις ρε τα κότσια να τα πεις αυτά που μου λες στον εργοδότη σου γιατί δεν έχεις τα δυναμάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά η λέξη μπρισίμι ή μπιρσίμι και μπρεσίμι ή μπερσίμι, σημαίνει το μεταξόνημα, βλ. εδώ.

Από την τουρκική λέξη İbrişim = μεταξωτό νήμα / μεταξωτός.

Την έχω όμως ακούσει από κάποιους παλιούς με την έννοια κελεπούρι, μπίνγκο, εύρημα. Η πλάκα είναι που το ευρίσκω ή το βρίσκω φέρουν πράγματι κάποια ομοιότητα με το μπρεσ- ή μπρισ-.

Αν όντως σχετίζονται ή αν από παρανόηση η λέξη μπρισίμι/μεταξόνημα χρησιμοποιήθηκε ως μπρισίμι/κελεπούρι, το αγνοώ και βασίζομαι στην συμπλήρωση του ορισμού από όποιον χρήστη γνωρίζει καλύτερα. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα παρά την πρώτη έννοια (παρ. 1, 2, 3).

  1. σαΐτα γοργοφτέρουγη κι υφάδι από μπρεσίμι το λόγο μας υφαίνετε και γίνεται ιστορία και παραμύθι αρχινάει στην πρώτη ευκαιρία
    wwww.stixoi.info

  2. Ο Χρήστος μετέβη εις Γαλλίαν και αγόρασε διάφορα εμπορεύματα, ιδίως μαλλιά χειροπλεκτικής σε κουβάρι μάρκας ΒΟΝΝΕ ΜΑΜΜΑΝ. Επίσης αγόρασε μίαν μασουρίστραν χειροκίνητον διά το μάζεμα σε μικρά μασουράκια της ζωικής μετάξης ραψίματος του λεγόμενου μπρισίμι και του κορδονέτου. από εδώ

  3. Πήγανε και τον βρήκανε στην κλίνη και κοιμάτον.
    Ήταν γυμνός, ξυπόλυτος του ύπνου μαραμένος.
    Eβάλανε στην πλάτην του του μύλου το λιθάρι
    εδέσανε τα χέρια του τρεις δίπλες το αλυσίδι.
    Eδέσανε τα μάτια του τρεις δίπλες το μπρισίμι.
    από εδώ

  4. Θα τεστάρουμε πρώτα για κανα μήνα την καινούργια στη δουλειά, να δούμε αν πρόκειται για πατάτα ή για κανα μπρεσίμι.

Τάσος Μπιρσίμ, ο και μάγος λεγόμενος, το κελεπούρι για τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Αντρέ Παπαντρέ. (από johnblack, 01/12/09)

Σχετικά: φιλέτο, one-off.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακιοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Τουβλοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Στρατιωτική αργκό για τα φανταράκια μας όταν λένε διάφορα περίεργα / χαζά / παλαβά.

Το άνευ οπισθοδρομήσεως αναφέρεται στο Π.Α.Ο, αρχικά του «πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως». Όπως λοιπόν όταν αυτό το όπλο βάλλει κατά του στόχου δεν παράγει οπισθοδρόμηση, έτσι και οι μαλακίες εκτοξεύονται χωρίς ο εκτοξευτής να οπισθοδρομεί σε αυτά που λέει.

Δεν παραθέτω περισσότερες πληροφορίες για το ανωτέρω όπλο. μιας και είναι απόρρητο από το Βιετνάμ!!!

Τι λε ρε παλιόψαρο που μας γέμισες με Μ.Α.Ο και Τ.Α.Ο με αυτές τις μαλακίες που λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.

  1. Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε.

  2. Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες.

  3. Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(©100% μαλβινική ορολογία)

Ιδιωτικό ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης ιδρυθέν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '90.

Με όρους σύγχρονης ελληνικής: η σχολή Σημίτη.

Λίγα λόγια για τον ιδρυτή της:

Γέννημα θρέμμα παιδί των λαϊκών στρωμάτων της Α' Πειραιώς, λέμε τώρα, με μπαμπά ακαδημαϊκό (που ένας αστικός μύθος τον θέλει Εβραϊκής καταγωγής), με βιογραφικό που πληροί όλες τις προύποθέσεις για πολιτική καρριέρα στην Ελλάδα -σπουδές μόνο (!) στο εξωτερικό, αντίσταση κατά την διάρκεια της δικτατορίας από κάποιο καφέ κάποιας πόλης της Δυτικής Ευρώπης, θητεία 100 μέτρα από το σπίτι κλπ. Δις υπουργός κατά την περίοδο 81-89, την μία εξωκοινοβουλευτικός, αποπεμφθείς αμφότερες. Μέχρι και την εκλογή του το '96, εθεωρείτο και από τους απανταχού πρασινοφρουρούς ως μια γλοιώδης φυσιγνωμία, σαφώς αντιτηλεοπτική, ανθρώπου μη επιβεβαιωμένου ως προσωπικότητα, και ωσεκτουτού αποπνέουσα εν τέλει αρκετή κακία.

Πρόγραμμα σπουδών:

Ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του μεγάλου εθνοπατέρα Ελευθερίου Βενιζέλου, δηλαδή του δημιουργού του ιδιωνύμου και των νησιών εξορίας, του φιάσκου του μικρασιατικής εκστρατείας, της εκστρατείας στην Κριμαία που προκάλεσε την σφαγή των Ελλήνων του Καυκάσου, τις διχοτομήσεις του νομίσματος και τον εσωτερικό δανεισμό, της απόπειρα πραξικοπήματος με τον Πλαστήρα κλπ., η σχολή Τάπερμαν διδάσκει στους μαθητές της πως να μην αφήνουν τίποτα όρθιο γύρω τους και στο τέλος η ιστορία να τους γράφει με χρυσά γράμματα.

Διεθνείς διακρίσεις της σχολής:

Με πείρα και μεράκι, τα ΙΕΚ Τάπερμαν έχουν ήδη καταφέρει να διαγράψουν ολοσχερώς από την μνήμη των, ούτως ή αλλως βραχυμνημόνων, Ελλήνων τα Ίμια, τον Οτσαλάν, το ξύλο στους συνταξιούχους, τα σκασμένα λάστιχα στα τρακτέρ, τα λεφτά των ταμείων στο χρηματιστήριο, την εισαγωγή σε αυτό εταιρειών που ούτε η μάνα τους τις ήξερε, την πληθωρισμένη δραχμή που κόπηκε για να δημιουργήσει ψέυτικη ευημερία, την υποτίμησή της, την δημιουργία πουθενάδικων τμημάτων περιφερειακών πανεπιστημίων και ΤΕΙ με σκοπό την πλασματική μείωση της ανεργίας και την δημιουργία πλέον στρατιών ανέργων πτυχιούχων, τον πειραματισμό εις διπλούν με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, την δημιουργία των νέων παντοκρατόρων που απλώνονται σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής καθημερινότητας (βλ. Κόκκαλης, Μπόμπολας), το φιάσκο των μισοτελειωμένων έργων της Ολυμπιάδας, τις δύο άχρηστες γέφυρες της διασταύρωσης Καβάλας και Κηφισού, τις πλημμύρες στο Ρέντη λόγω των ατελείωτων έργων, το μάτι της Βασούλας, την κατάρρευση του δρόμου Μεγαλόπολη- Τσακώνα λίγες εβδομάδες μετά την παράδοσή του (όλως τυχαίως 4 μέρες πριν τις εκλογές του 2000), τους 17.000 ελληνοποιημένους σλάβους στο δήμο Πλατέως Ημαθίας, και πολλά πολλά άλλα...

Δώρο σε κάθε εγγεγραμένο μαθητή 30 ώρες μάθημα σωστής εκφοράς της ελληνικής.

-Καλά ρε μαλάκα, ο Σημίτης πως υπάρχει ακόμα και βγαίνει και στα κανάλια;
-Τι να κάνουμε, βλέπεις όλο το μιντιακό κατεστημένο έχει βγάλει το ΙΕΚ Τάπερμαν!!

(από Abas, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή μυγοσκοτώστρα, γνωστή και ως φλάϊ κίλλερ.

Πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του σχήματός και της μορφής της με την ρακέτα. Φονική μηχανή με μοναδική χρήση τον αφανισμό του ένδοξου γένους της μύγας.

Για την αποτελεσματική χρήση του χρειάζεται να αναπτύξει κανείς ιδιαίτερη τεχνική, η οποία βασίζεται στην απότομη αύξηση της ταχύτητας της μυγορακέτας, έτσι ώστε να μην προλάβει να αντιδράσει το έντομο-στόχος της.

Σύνηθες θύμα τους οι «γενναίες μύγες»

Φλάϊ κίλλερ επίσης αποκαλείται ο αγανακτισμένος ανθρωπάκος που κυκλοφορεί όλη μέρα με μια μυγοσκοτώστρα και έχει ως σκοπό της ζωής του να εξοντώσει τη μύγα που δεν τον αφήνει να χαρεί το παστίτσιο της γιαγιάς του.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτή η κωλόμυγα. Τσάκω τη μυγορακέτα και ξεπάστρεψέ την.

- Ρε, τον είδες το Μήτσο τελευταία; Όλη μέρα με μια μυγορακέτα κυκλοφορεί. Σωστός φλάϊ κίλλερ έγινε.

μυγορακέτα (από CoT, 19/11/09)(από CoT, 19/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)

Βλ. επίσης βαράω μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified