Στρινγκάκι.
Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!
Στρινγκάκι.
Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!
Got a better definition? Add it!
1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;
Σχετικά με το 2): φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.
- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;
Got a better definition? Add it!
Υπερ-cool λέξη για τα γυαλιά ηλίου. Συνήθως για oakley, arnette και τέτοια...
Got a better definition? Add it!
Παντόφλα συνήθως πλαστική, που συγκρατείται από δύο λουριά σχήματος V (διχάλα), των οποίων η γωνία περνάει μεταξύ του μεγάλου δάχτυλου και του αντίστοιχου δείκτη του ποδιού, χωρίζοντας τελικά τα δάχτυλα των ποδιών σε ένα και τέσσερα. Προφέρεται «διχάλα ένα τέσσερα».
Φοριέται κυρίως στο σπίτι και την παραλία από άνδρες και γυναίκες. Τελευταία εμφανίζονται και κυριλέ μοντέλα, π.χ. από δέρμα, αποτελώντας πιο επίσημο υπόδημα. Πολλοί θεωρούν τις διχάλες 1-4 θηλυπρεπείς, κι επιμένουν στη χρήση κλασσικής παντόφλας τύπου 5-0 από άνδρες (βλ. εικόνα). Ωστόσο, η διείσδυση της 1-4 στο ανδρικό κοινό γνωρίζει μεγάλα ποσοστά, άνευ προηγουμένου.
Η «διχάλα» προκύπτει απ' το σχήμα των λουριών που δένουν στο πόδι. Το «1-4» προκύπτει απ' τον χωρισμό των δακτύλων. Ωστόσο πολλοί ειδικοί (στιλίστες, ποδίατροι, συντάκτες του STAR channel κ.λπ.) που έχουν πάρει τη δουλειά τους πιο σοβαρά απ' τον υπόλοιπο πλανήτη υποστηρίζουν πως ο όρος «1-4» δεν καλύπτει παρά ένα υποσύνολο των περιπτώσεων, και πως η φορμαλιστική ονομασία της παντόφλας θα έπρεπε να είναι:
διχάλα «1-ν», για ν = μ-1, όπου μ ο αριθμός των δακτύλων του ποδιού
καλύπτοντας έτσι θύματα ατυχημάτων, τερατογενέσεις και άλλες δυσμορφίες.
Η διχάλα 1-4 λέγεται και εκ παραδρομής σαγιονάρα, στα ιαπωνικά Sayōnara που σημαίνει αντίο, από τίτλο κινηματογραφικής ταινίας στην οποία οι πρωταγωνιστές φορούσαν τέτοιες παντόφλες. Στα αγγλικά λέγεται flip-flop, από τον ήχο που προκαλείται περπατώντας με τέτοιες παντόφλες.
-Και γιατί φάγατε πόρτα;
-Αφού ο μαλάκας ο Λέλος έσκασε στο μεταλάδικο με διχάλα 1-4, πώς να μη φάμε; Και ξέρεις ε, στα μεταλάδικα οι γυναικωτοί δεν συγχωρούνται. Μόνο η αντρίλας και η βαρβατίλας επιτρέπονται! Αμ πως...
Βλέπε και παντόφλα στρινγκ.
Got a better definition? Add it!
Πουκάμισο συνήθως χαβανέζικο, αμφιβόλου αισθητικής το οποίο συνηθίζει να φοράει ο συμπαθής ηθοποιός με τα νεύρα τσατάλια. Το λέμε για να τονίσουμε την κακογουστιά.
Το πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» φοριέται μονάχα άμα πας διακοπές στην Καραϊβική, Μπαχάμες, Χαουάη κ.λπ.
Οπουδήποτε αλλού σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου.
Got a better definition? Add it!
Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».
Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.
- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.
Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.
Προέλευση:
Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!
- Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
- Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!
Got a better definition? Add it!