Further tags

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο (κυρίως), η μοτοσυκλέτα, το παπάκι ή ακόμα και το κινητό που έχει κάποιος και το οποίο θα ήταν διατεθειμένος να πουλήσει όσο όσο αρκεί να απαλλαγεί απο τα προβλήματα που του έχει προκαλέσει το πέρασμα του χρόνου. Κάτι σαν σαράβαλο αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για γκόμενες που απλά δεν βλέπονται.

- Ρε Μηνά γίνεται να πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο απόψε; Βαριέμαι να οδηγήσω μέχρι το Λαγονήσι.
- Με το LADA το χρέπι ρε φίλε; Έχω σταματήσει να το παίρνω γιατί με άφησε δυο φορές και περίμενα μέσα στη νύχτα την ΕΛΠΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε προϊόν, κυρίως τρόφιμο αλλά όχι αποκλειστικά, το εμπορικό σήμα που το οποίου ταυτίζεται με της αλυσίδας super market που το πουλάει.

Τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παρασκευάζονται σε γραμμές παραγωγής που παρασκευάζουν αντίστοιχα προϊόντα και για άλλα εμπορικά σήματα. Ένα τέτοιο εργοστάσιο μπορεί να παρασκευάζει προϊόντα μόνο για τρίτους, ή και για την εταιρία στην κατοχή της οποίας βρίσκεται. Π.χ. η γνωστή γαλακτοβιομηχανία Χ παρασκευάζει γάλα με την επωνυμία Χ, αλλά και με την επωνυμία Ψ, το οποίο διαθέτει μόνο στην αλυσίδα καταστημάτων λιανικής Ψ, η οποία με τη σειρά της το διαθέτει στην αγορά, σε χαμηλότερη συνήθως τιμή από το αντίστοιχο Χ.

Μερικές φορές, τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παράγονται βάσει υλικών χαμηλότερης ποιότητας των αντίστοιχων μη σουπερμαρκετίσιων, προκειμένου να διατηρηθεί η τιμή ανταγωνιστική. Αξιοπερίεργο είναι ωστόσο το γεγονός πως τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα, ακόμα κι αν παράγονται βάσει των ίδιων πρώτων υλών με τα μη-σουπερμαρκετίσια, πάλι είναι κατώτερης ποιότητας, πράγμα που γίνεται αισθητό στην γεύση για τα τρόφιμα και τουλάχιστον στην αντοχή για τα μη φαγώσιμα.

Εικάζεται πως σε κάποιο στάδιο της γραμμής παραγωγής σουπερμαρκετίσιων προϊόντων, προστίθεται επίτηδες μια δόση ζάχαρης για κάθε δέκα δόσεις αλμυρού τελικού προϊόντος (π.χ. τυριού), ή μια δόση αλατιού για κάθε δέκα δόσεις γλυκού τελικού προϊόντος (π.χ. παγωτού), προκειμένου το τελικό αυτό προϊόν να είναι γεύσης αντίστοιχης με τη χαμηλή τελική τιμή του. Ανάλογα διαβρώνονται και τα μη φαγώσιμα προϊόντα, π.χ. για ένα τραπεζάκι, μία σφυριά ή ρίψη από ύψος για κάθε δέκα βίδες, για ένα ρολό χαρτιού υγείας μια δόση μαύρου χρώματος για κάθε δέκα δόσεις λευκού ή ροζ (βλ. εικόνα), κ.ο.κ.

-Ρε μαλάκα, μου έβαλες αλάτι στον καφέ; Γιατί είναι αλμυρός;
-Δεν σου έβαλα τίποτα, έτσι είναι ο σουπερμαρκετίσιος καφές. Τον συνηθίζεις όμως, ειδικά αν σκεφτείς ότι ο Νες έχει διπλή τιμή!

(από jorje26, 30/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι σκυθρωπός, στεναχωρημένος, απαισιόδοξος, πεισιθάνατος. Συνώνυμα: τα βάφω μαύρα.

Απο τότε που τον παράτησε η γυναίκα με τα παιδιά έχει κατεβάσει μαύρες πλερέζες, ούτε που μιλιέται. Θ' αυτοκτονήσει καμιά μέρα, κι' άιντε, απο 'δώ παν κι' άλλοι...

(από ironick, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ορεκτικά, μεζέδες, μπινελίκια.

β. Μικροαντικείμενα, μπιχλιμπίδια.

Ενδέχεται ν' ακούστηκε για πρώτη φορά στη διάσημη φάρσα με τον οικοδόμο και την πιτσαρία από τον διαβόητο τηλε-φαρσέρ «Φουσέκη».

Το εν λόγω απόσπασμα:

- Έχετε πίτσα με φυστικοβούτυρο;
- Όχι... όχι.
- Τι ακριβώς έχετε από ορεκτικά και ψιψιψόνια;

Το επίμαχο σημείο στο 01:55. (από polonos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα του βλεννώδους και κολλώδους παρασκευάσματος που μπλοκάρει την αναπνοή μας κατά το κρυολόγημα ή μετά από υπερβολική κατανάλωση καπνού, το οποίο και απορρίπτεται με τη γνωστή κίνηση «μαζεύω και εκτοξεύω» (κχχχχχα-φτου!).

Πιο διαδεδομένα συνώνυμα: ροχάλα, χλέπα.

- Μαλάκα Σούλη, έχω κρυολογήσει αισχρά, γαμώ τον κωλόκαιρο γαμώ. Πέταξα κάτι μπαγλάμια το πρωί... σα ζωντανά ήτανε!
- Ουμφφφ! Ελπίζω να μην τα 'φερες μαζί σου στη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified