Further tags

  1. Το προφυλακτικό. Ερμηνεία εμπνευσμένη από το κλασικό απόσπασμα της ταινίας «Ποιος θα πηδήξει τη γοργόνα;», όπου πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Μπόκολης. Εκεί γίνεται αναφορά στις φανταστικές «Καπότες Κόκορα»*.

  2. Καταχρηστικά, συνώνυμο του λούτσου όπως αυτός χρησιμοποιείται στη φράση «Θα ρίξω έναν...»

**Βλέπε μύδι.*

  1. - Λοιπόν κάλεσα το Λίλιαν για να δούμε τον Πουτανικό σε Blu-Ray το βράδυ. Θα φάω καλά απόψε μου φαίνεται, χε χε χε.
    - Φιλαράκι κάνε ότι θέλεις αλλά μην ξεχάσεις τον κόκορα. Το Λίλιαν έχει πάρει τη μισή υδρόγειο!

  2. - Και τι έγινε με τη Σούζη όταν μείνατε μόνοι σας στο υπνοδωμάτιο;
    - Έ, της έριξα έναν κόκορα και ησύχασε η λυσσάρα! Αμάν πια, δύο μήνες με κυνήγαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(όχι αυτή, η άλλη...)

για τον acg που απ'ότι έχω καταλάβει το ξεζαντάρει το χαμηλοπρόφιλο...

Χαρακτηρισμός που μυρίζει '80ίλα από χιλιόμετρο και αναφέρεται σε παλιές καλές καρμπυρατεράτες εποχές, όπου τα ζορισμένα καυλόγκαζα μοτέρ σπάγανε καπάκια, πετάγανε έξω τα κολάρα του νερού και γενικώς αναδύανε πολύ συχνά καπνό και ατμό, μετά από σκληρή χρήση κάποιου σιδεροφάγου χερά..

Για την ιστορία, ο όρος πρωτοαπεδόθη από τον Βρετανό σχολιαστή Φορμουλα 1 Μάρεη Ουώκερ, σε μετάδοση αγώνα απο το BBC το 1977 και αφορούσε το μονοθέσιο Ρενώ του Ζαν Πιερ Ζαμπουίγ. Πιο συγκεκριμένα, το 1977 η Ρενώ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τα 3,5λιτρα ατμοσφαιρικά μοτέρ του ανταγωνισμού με το εξωπραγματικό τουρμπάτο 1,5λιτρο V6, που, όμως, έσπασε 4 φορές στις 4 πρώτες εμφανίσεις. Κάθε εγκατάλειψη βεβαίως συνοδευόταν και από τον αντίστοιχο καπνό. Μέχρι το 1982 πάντως όλα τα μοτέρ στην Φ1 είχαν γίνει τουρμπάτα.

Το θέαμα με την καπνίλα ήταν κοινότυπο σε πολλά street legal θηρία της εποχής. Να μνημονέυσω κάποια εξ αυτών: Lancia Beta MonteCarlo, Renault 5 Alpine turbo, Fiat Ritmo Abarth 130tc, Autobianchi A112 Abarth, Alfa 75 turbo.

Μιχαηλίδης: - Πήγα το 2CV για 25η φορά στο συνεργείο γιατί πάλι έβγαζε καπνούς...
Σακελλαρίου: - ... και τί σου είπαν;
Μιχαηλίδης: - Να το πάω στη Fissler!!
(Άγαμοι Θύται - γυάλινο μουσικό θέατρο, κάπου στα '90s)

(από Abas, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατυχής κατάσταση, αντιξοότητα, το κακό, η μη επιθυμητή εξέλιξη. Συνώνυμο με τις λέξεις: μαλακία, γκέλα.

- Τι θα γίνει τελικά, θα πάμε αύριο για αντρικό ποτό;
- Άσε, έγινε πέτσα. Έχει γενέθλια μια φίλη της Δώρας και πρέπει να πάμε εκεί.
- Ου μωρή λούγκρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να χαρακτηρίσουμε τα λεγόμενα κάποιου υπό αμφισβήτηση, όταν θεωρούμε ότι πρόκειται για ψέμα, ή υπερβολή. Συνώνυμο με: μούσι.

- Αύριο είπαν θα ρίξει 10 πόντους χιόνι στο κέντρο της πόλης.
- Μεγάλος παπάς! Σιγά μην πάμε και με τα σκι στη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.

Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.

- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το χασίσι όταν δε θέλουμε να μας πολυ-καταλάβουνε. Τσόκο όπως λέμε σοκολάτα, επειδή η πλάκα του χασισιού μοιάζει με την πλάκα σοκολάτας (από γεύση δεν ξέρω άμα μοιάζουνε, δεν έχω δοκιμάσει.) Το χασίσι παράγεται από μέρη του μπάφου όπως οι παπάδες κ.α. τα οποία τα ξεραίνουν και τα «πρεσσάρουν» σε πλάκες.

  1. - Την Κυριακή πάμε γήπεδο;
    - Ψήσου! Να φέρω και τσόκο να γίνω χαμός!

  2. - Ρε φίλε γουστάρω πολύ το τσόκο αλλά δε μ' αρέσει να είμαι ο σπάστης (ο μαν που σπάει τη πλάκα για να τη βάλει στο γάρο), γιατί βρωμάνε τα χέρια μου μετά...

Εδώ βλέπουμε δείγματα χόρτου, σκου και τσόκο. (από AN21, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να δείτε και μόνοι σας με τη βοήθεια του γκουγκλ (άντε, και του κνάσου), το τζακούζι που, στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει σαν η θερμαινόμενη μπανιέρα, είναι τρέιντμαρκ συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η σλανγκ έννοια της κάθε λέξης. Πάντα.

Ως τζακούζι λοιπόν, στην διάλεκτο της νύχτας, ονομάζεται το σφηνάκι-θάνατος, αποτελούμενο από μισό μέρος ούζο και μισό μέρος απόσταξη από το Τενεσίι των απογόνων του Τζακ του Ντάνιελ, που «αποστάζουν» όταν δεν παίζουν το χαριτωμένο παιχνιδάκι με τους φελλούς και τα βαρέλια. Όποιος έχει πιει σκέτο σφηνάκι ούζου και σκέτο σφηνάκι Τζακ Ντάνιελς και γνωρίζει βασικά μαθηματικά, θα προσθέσει τις 2 επιδράσεις για να βρει την επίδραση του συνδυασμού τους. Και θα κάνει λάθος. Γιατί η επίδραση τους όταν συνδυάζονται ανεβαίνει εκθετικά και γι' αυτό δεν χρειάζονται βασικά μαθηματικά. Μόνο 2 γεια μας.

Αν ακούσετε από φίλο, που δεν είναι μπέκρα, την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι;», καλό θα ήταν να θυμηθείτε τι πουστιά του έχετε παίξει, γιατί το χανγκόβερ δυσκολεύει πολύ τη μνήμη. Αν, δε, ακούσετε την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι υποβρύχιο, σημαίνει πως αυτός που προσφέρεται να κεράσει γνωρίζει ότι του πηδάτε τη γκόμενα και πως τις καπότες που θα βρείτε το πρωί στο πάτωμα τις βγάλατε κλάνοντας.

- Τί έγινε προψέ ρε και εξαφανίστηκες από το μπαρ;
- Άσε, μεγάλη περιπέτεια. Μου την έπεσε κανονικά η ξανθιά που με κοιτούσε! Κέρασα δύο τζακούζια και σε '5 έχει γίνει η γκόμενα! Μετά με πήγε σπίτι της και έγινε το έλα να δεις.
- Ε και τι περιπέτεια;
- Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μπανιέρα με παγάκια!
- Τί; Σου πήρε κανα όργανο;
- Μόνο; 5 λίτρα σωματικά υγρά! Με στέγνωσε!
- Άντε ρε μαλάκα και με κοψοχόλιασες.

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Βλ. και τζακούζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ακριβώς σημαίνει και αγγλιστί: ιδιωτικό. Κατ'επέκταση ΙΧ.

Ψαρωτικό, όπως το «βολάν» παλιότερα, αλλά τίποτα περισσότερο από το κοινό «όχημα».

Ημίζ - Νωρίς

«Πού να παρκάρω τώρα, μα κοίτα τον γελοίο, παρκάρισε το πέρσοναλ σε χώρο γι' άλλα δύο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι συντομίες των λέξεων μαστάρια και βυζαρέλια.

-Δες στάρια που έχει η γκόμενα!!! Σαν αγελάδα είναι για άρμεγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόστυχος άνθρωπος, αλλά όχι και ο τσέντο περ τσέντο πρόστυχος, κάτι τις λιγότερο και στο πιο χαϊδευτικό του επιθέτου.

Υπάρχει και η προστυχόφατσα, που καμιά φορά έχει (ή και όχι) την παραπομπή στο επίθετο όταν την μπανίζουμε.

- Και που λες, φόρεσα τον κόκκινο σκατοκόφτη της αδελφής μου και πέταξα τον μπούτσο μου από τα πλάγια... έβλεπα ρε φίλε τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γκάβλωνα και ξανά μανά γκάβλωνα αχχχχχ...
- Πάψε ρε παλιό-προστυχάντζα δεν φτάνει που έχεις προστυχόφατσα είσαι και ανωμαλιάρης, ρε πούστη μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified