Στην επαγγελματική αργκό του ντηλάκια, χταπόδι αποκαλείται είδος τηλεφωνικής συσκευής που χρησιμοποιείται για τηλεδιασκέψεις σε ανοιχτή ακρόαση.
Χταποδιάρα γραμματέας: - Αχταπόδια, πού να τα βάλω;
Στην επαγγελματική αργκό του ντηλάκια, χταπόδι αποκαλείται είδος τηλεφωνικής συσκευής που χρησιμοποιείται για τηλεδιασκέψεις σε ανοιχτή ακρόαση.
Χταποδιάρα γραμματέας: - Αχταπόδια, πού να τα βάλω;
Got a better definition? Add it!
Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).
- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.
Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.
- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)
Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.
Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.
Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.
- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.
Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.
Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.
Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.
Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.
Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».
- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!
- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα!»
- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....
Got a better definition? Add it!
Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.
Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.
- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!
Got a better definition? Add it!
Η λεύκα. Κατά την περίοδο της Άνοιξης, όταν αρχίζει να ανθίζει, η λεύκα αναδίνει αυτή την περίεργη μυρωδιά που παραπέμπει σ' αυτήν του (ανθρώπινου) σπέρματος, μαζί βέβαια με το άθλιο χνούδι που κολλάει στα παρπρίζ και τα κάνει χάλι μαύρο.
Συνήθως το λήμμα απαντάται στον πλυθηντικό, τα χυσόδεντρα.
Στάθη τι να πω κι εγώ, που απέναντι απ' το σπίτι μου είναι ένα σχολείο, όλο με χυσόδεντρα περιμετρικά. Με πιάνει αναγούλα κάθε πρωί...
Got a better definition? Add it!
Το αποκρουστικό τσαπόνυχο ή άλλως ταξιτζίδικο νύχι που χρησιμοποιείται για να ξύνεις ή να ξύνεσαι. Αρχικά απετέλεσε βλαχοκυριλέ status symbol όσων ήθελαν να διατυμπανίσουν ότι δεν ασχολούνται με χειρωνακτικές δουλειές. Σήμερα φοριέται κυρίως από απομεινάρια των ογδόνταζ, καδενάκηδες και παλαιάς κοπής πασοκανθρώπες.
Πρόσθετο προστατευτικό και καλά σποίλερ του προφυλακτήρα, γνωστό και ως ξύστρα. Εκ των ων ουκ άνευ για κάθε υπερήφανο ιδιοκτήτη κάγκουαρ.
Πάσα: Vikar.
Got a better definition? Add it!