Further tags

Ενίοτε εργοταξιακός ή και ναυτικός-βαπορίσιος (ανάλογα με το πού βρίσκεσαι).

Δεν διαφέρει σε τίποτα με τον κανονικό στιγμιαίο καφέ, νες ή φραπέ (δεν ισχύει για άλλου είδους καφέδες), παρά μόνο στον τρόπο ανακατέματος-χτυπήματος. Κοινώς, είσαι στην οικοδομή, δεν παίζει να κουβαλήσεις μαζί σου μιξεράκι και η γυναίκα σου ξέχασε να σου βάλει το σέικερ. Δεν πίνεις καφέ; Όχι βεβαίως. Παίρνεις δυο πλαστικά ποτηράκια, ε του πούστη, κάπου θα βρεις, και ρίχνεις τον καφέ με το νερό από το ένα ποτήρι στο άλλο (αρκετές φορές) καταφέρνοντας έτσι την τέλεια, λέμε τώρα, ανάμιξη. Βέβαια να μην περιμένουμε να κάνει και ΤΟΝ αφρό, μην το χέσουμε κιόλας, αλλά από τον αχτύπητο είναι καλύτερος.

Η ετυμολογία θαρρώ είναι αυτονόητη.

Ρε πούστη μου πάλι ξέχασα το σέικερ, έχει κανένας ποτήρια να κάνουμε κανένα οικοδομικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνδεμένο ξύλινο ή πλαστικό εξάρτημα του όπλου, που καλύπτει μέρος της κάτω επιφάνειας της κάννης ή των καννών.

Στην επιφάνειά του έχει χαρακιές ώστε η παλάμη να' χει καλύτερο κράτημα, καθώς ο χειριστής στρέφει το όπλο στο στόχο του. Λέγεται εκτός από «χειροφυλακτήρας» και «πάπια» όπως βεβαιώνει κι ο imaginas.

Τα ξύλινα μέρη, δηλαδή το κοντάκι κι ο ξυστός, χαρίζουν ομορφιά σε ένα όπλο, ιδιαίτερα κυνηγετικό. Αν έχουν δε σκαλίσματα και συνδυάζονται και με άλλα μεταλλικά μέρη του όπλου επίσης σκαλισμένα, το ανάγουν σε φετίχ για ουκ ολίγους. Λόγω της αντοχής, της πυκνότητας, της σκληρότητας και του σχετικά μικρού του βάρους προτιμάται το ξύλο καρυδιάς.

- Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάννη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάννη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου.

(από το δίχτυ)

Κοντάκι και ξυστός είναι από το νέο ξύλο X–TRA (από sstteffannoss, 19/06/11)Πλάκες με χειροποίητα σκαλίσματα σκηνών κυνηγίου και πλούσια σπειροειδή σχέδια, εκτείνονται μέχρι τον υποφυλακτήρα της σκανδάλης και την απόληξη του ξυστού. (από sstteffannoss, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεντρώνοντας και προσθέτοντας:

  • Όπως έχει καταγράψει κι ο emkrit σε άλλο ορισμό, πρόκειται για εκείνο το καθίκι με το χαρακτηριστικό σχήμα πάπιας, τη «σκωραμίδα» (από το αρχαίο «σκῶρ», «σκατός»: περίττωμα και το «ἀμίς»: ουροδοχείο – για να προσθέσω και κάτι) που χρησιμοποιείται για τους ασθενείς που δεν μπορούν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι.
  • Όπως έχει καταγράψει κι ο imaginas σε άλλο ορισμό, στα σινάφια κυνηγών κι όχι μόνο, είναι το συνδεμένο ξύλινο ή πλαστικό εξάρτημα του όπλου, που καλύπτει μέρος της κάτω επιφάνειας της κάννης ή των καννών. Να προσθέσω πως στην επιφάνειά του έχει χαρακιές ώστε η παλάμη του χειριστή να ‘χει καλύτερο κράτημα καθώς αυτός στρέφει το όπλο στο στόχο, και πως εκτός από «χειροφυλακτήρας» λέγεται και «ξυστός».
  • Το μέσα μέρος του πήχη του χεριού, αλλά συνεκδοχικά και ολόκληρος ο πήχης πάντα στο πιο μυϊκό τμήμα του. Κυκλοφορεί πολύ στα σινάφια μποντιμπιλντεράδων, χειροπαλαιστών -κοινώς λάτρεων του bras de fer - αλλά και ντράμερ όπου αμφότερα τα γυμνάζουν με ειδικές ασκήσεις και όργανα. Καθώς συμμετέχουν σε πολλές ασκήσεις όπου δουλεύουν τα χέρια, γυμνάζονται μεν από σπόντα, αλλά οι απληροφόρητοι, χωρίς σωστή προθέρμανση και κατάλληλες διατάσεις, κινδυνεύουν από τενοντίτιδες. Σε σινάφια τατουατζήδων απλώς τις διακοσμούν.
  • Μονό ή διπλό μεταλλικό κομμάτι που συνδέει μεταλλικές δοκούς, σχηματίζοντας πλαίσια τα οποία χρησιμοποιούνται στη στήριξη κατασκευών όπως π.χ. τούνελ. (βλ. μήδια 4, 5 & 6)

1.
Ρε τενεκέ ξεγάνωτε A…! οι νοσοκόμες είναι για τις ενέσεις να στρώνουν τα κρεβάτια και για τις πάπιες. Από πότε οι νοσοκόμες κάνουν ιατρικές γνωματεύσεις; (διεκπεραιωτικά)

2.
Το ράγισμα της πάπιας είναι περίπου αναπόφευκτο σε καραμπίνες ελατηρίου. Τα πιθανά αίτια είναι: χαλαρό βίδωμα του πώματος, υπερβολικό σφίξιμο του πώματος, λανθασμένη κατασκευή της πάπιας που επιτρέπει επαφή με τα μεταλλικά μέρη του όπλου.
(επίσης διεκπεραιωτικά)

3.
Για πήχη εννοείς το εξωτερικό μέρος λογικά κι όχι την πάπια ε; Βοηθάνε πολύ και οι κάμψεις με μπάρα με ανάποδη λαβή (παλάμες προς τα κάτω), αυτή που πιάνει δηλαδή την εξωτερική κεφαλή στο δικέφαλο. Οι ανάστροφες θα τις ακούσεις να τις λένε μερικοί. Αν πάλι μιλάς για την πάπια και δε θες να κάνεις άσκηση απομόνωσης είτε με μπάρα είτε με αλτήρα, μπορείς όταν θα κάνεις χαμηλή κωπηλατική για πλάτη στην τροχαλία, στο τελείωμα της κίνησης να στρέφεις λίγο προς τα μέσα τους καρπούς ώστε να σε πιάνει και λίγο παραπάνω στην πάπια.

(όλα από το δίχτυ)

πλαίσια οριζόντιας δοκού στήριξης από μονή πάπια (από sstteffannoss, 20/06/11)πλαίσια οριζόντιας δοκού στήριξης από διπλή πάπια (από sstteffannoss, 20/06/11)Στα τοιχώματα και στο πλάι της φωτογραφίας διακρίνεται η χρήση των πλαισίων (από sstteffannoss, 20/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό που τρώγεται, αλλά όχι και με ιδιαίτερη όρεξη, γιατί ο μάγειρας δεν το έκανε πολύ γευστικό (επειδή είναι άπειρος συνήθως).

Μεταξύ νεαρού ζεύγους:
Μωράκι μου, πως σου φαίνεται το μπριάμ; Μου πήρε πολύ χρόνο να το φτιάξω.
— Βρώσιμη ύλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χαρακτηρίζει ταινίες που σε κάνουν να θες να κρεμαστείς. Επειδή το σχοινί είναι ολίγον παλιομοδίτικος τρόπος αυτοκτονίας, οι σχοινεφίλ ταινίες είναι συνήθως ασπρόμαυρες παλιατζούρες. Αν η ταινία είναι ρώσικη ή όπως λένε τα σχοινεφίλ άτομα (του Σοβιετικού κινηματογράφου), θεωρείται υπερσχοινεφίλ. Ο ιαπωνικός πλέον δεν παίρνει επιπλέον πόντους γιατί έχει γίνει πολύ δημοφιλής στους χιπστεράδες.

Αν η ταινία είναι καινούρια (δεκαετία του '90 και μετά), θεωρείται ποστ - σχοινεφίλ.

- Χθες στην ΕΤ1 πέτυχα μια σχοινεφίλ ταινία από τις Φιλιππίνες. Δεν κατάλαβα Χριστό αλλά είχε ωραία φωτογραφία!

τυπικοί σχοινεφίλ (από manitsa, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατσάδικο.

Κι ενώ είμαστε στο δρόμο με το uno και στο πίσω κάθισμα ο δάσκαλος στρίβει, να σου από πίσω το σχολικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ποδηλάτου αγώνων δρόμου (άκα κούρσα).

Η ονομασία προέρχεται προφ από το χαρακτηριστικό γυριστό σχήμα του τιμονιού του που θυμίζει τα κέρατα του γνωστού αρσενικού θηλαστικού.

Επίσης υπάρχει ικανός αριθμός ατόμων που χαρακτηρίζει έτσι το συγκεκριμένο είδος τιμονιού και όχι ολόκληρο το ποδήλατο.

(Πάσα: κατσικίδιο..)

- Δεν τα θέλω τα μάουντεν, εγώ θέλω κριάρι! Αλλά είναι ακριβό το γαμίδι!
- Ναι, το φτηνότερο από 500 λέει.
- Α, καλά! εσύ μιλάς για αγιοβασιλιάτικο... από χίλια πεντακό και πάνω λέμε!

Τιμόνι από κριάρι. (από PUNKELISD, 28/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμώφωτο, το (ουδ.)

Ο «ρομαντικός» φωτισμός, ο χαμηλός, αυτός που προετοιμάζει το έδαφος για γαμησάκι... Συγγενής λέξη με τη γαμωτζάζ. Λέγεται και γαμησόφωτο.

Σχετικά με το θέμα της ορθογραφίας όπου ξενίζει το γαμω-, βλ. το σχόλιο που βάζω επί τη ευκαιρία στο λήμμα γαμο-.

- Λες να έχω πρεσβυωπία; Προσπαθώ να διαβάσω και δεν βλέπω την τύφλα μου...
- Ε άναψε κανα φως που προσπαθείς να διαβάσεις με το γαμώφωτο ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τετρακινητήριο αεροσκάφος της Ολυμπιακής που εκτελούσε δρομολόγια σε νησιά (λέω τώρα εκτελούσε γιατί έχω 20 χρόνια να το πάρω, αλλά δεν τα βλέπω πια).

Ωχ αδερφέ μου σπάσανε τ’ αφτιά στον Πιγκουίνο με το κατέβασμα, έχει μια ώρα που προσγειώθηκα κι ακόμη δε μου ’χει περάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified