Further tags

Ο τραγανός, που κάνει κρατς όταν τον δαγκώνεις.

Για ήχο: ο οξύς, πριμαρισμένος, καθαρός και ζωντανός ήχος.

  1. Χωρις υπερβολη...αυτο που εφτιαχνε η γιαγια μου ηταν ανεπαναληπτο!!! Μοσχομυριζε ολο το σπιτι...πεντανοστιμο...το φυλλο κρατσανιστο και η κρεμα μια γλυκα!

  2. Το τραγανό και το κρατσανιστό τα άντεχα όταν εκεί, περί το 1962 η ΙΟΝ λανσάρισε την σοκολάτα Κροκάν και κατι γεμιστές. Αλλά έως εκεί.

  3. Άνοιξε τον ST βγάλε το τεράστιο μεταλλικό καπάκι και καθάρισε πολύ καλά όλες τις σκόνες με ένα πινέλο. Με ένα πιστολάκι για τα μαλλιά τώρα φύσα την πλακέτα σε απόσταση 30 Cm περίπου και για 5 λεπτά. Πάτησε τώρα με τα δάχτυλα σου όλα τα ολοκληρωμένα απαλά θα ακούγεται ένας κρατσανιστός ήχος! Μόνταρε πάλι…

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος της βρύσης απ' όπου τελικά βγαίνει το νερό, το σημείο εκροής, η άκρη της ή ολόκληρο το τελευταίο σκέλος της. Ρουξούνι έχει και η μηχανή του καφέ και οτιδήποτε άλλο βγάζει υγρό ή αέριο σε υγρή μορφή. Ακόμη και ένα σπρέι έχει ρουξούνι.

  1. Απίστευτο, αλλά αληθινό: αυτό λέγεται «ρουξούνι» στα μαστόρικα ... Πρώτη φορά βλέπω αυτή τη λέξη.

  2. Αναμεικτική μπαταρία κουζίνας
    Κάντε κλικ εδώ για το σχέδιο Διατίθεται: με αποσπώμενο ρουξούνι με κωδικό 32067000 με αποσπώμενο ρουξούνι 2 ροών με κωδικό 32322000

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμφραζόμενο, κρέας είναι η καθαρή, άπαχη μυική μάζα, απόλυτο ιδανικό των πιστών του αθλήματος.

Να σημειωθεί, καταρχήν, η θετική εν προκειμένω σημασιοδότηση του κρέατος, εν αντιθέσει προς τους τρεις εκ των συνολικά τεσσάρων λοιπών ορισμών του.

- Μ' αυτό το φαρμάκι σ' το υπογράφω ότι θα βάλεις τρία κιλά κρέας πάνω σου σε δυο μηνάκια.

Σε αντίθεση προς τον τοις πάσι γνωστό όγκο, το κρέας είναι εξ ορισμού καθαρό, η πεμπτουσία της «ποιότητας». Ο «όγκος» περιέχει, εκτός από καθαρή μυικότητα, λίπος και υγρά, απαραίτητα κατά τα άλλα σε ένα δόκιμο πρόγραμμα σωματοδόμησης. Συνώνυμο του κρέατος είναι μάλλον η (μυική) «μάζα», όρος που συχνά εκφέρεται στον πληθυντικό ως επιφώνημα («μάζες!») ως δηλωτικό οικειότητας και αναγνώρισης μεταξύ μπιλντεριών.

Στόχος του παρόντος δεν είναι να αποτελέσει πηγή πραγματολογικού υλικού περί των τρόπων κτήσεων καθαρού κρέατος / μάζας, να σημειωθεί εντούτοις συνοπτικά ότι η χημική υποβοήθηση αποτελεί, από ένα σημείο και έπειτα, απαραίτητη προϋπόθεση χτισίματος «νέων» μαζών. Σε αντίθετη περίπτωση, η απλή χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τακτική γυμναστική και προσεγμένη διατροφή) καθίσταται αργά ή γρήγορα ατελέσφορη, εξαιτίας της ομοιοστατικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ο οποίος μοιάζει να «αντιστέκεται» στις προσπάθειες διαταραχής των αναλογιών μεταξύ μυικού και λιπώδους ιστού.

Να σημειωθεί, τέλος, η συγγένεια του προκείμενου ορισμού του κρέατος με εκείνον που ορίζει το κρέας ως το πέος, το ανδρικό μόριο. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το στοιχείο της καθαρότητας, του αμιγούς αλλά και το ευαίσθητο και άρα άξιο ενδελεχούς προστασίας, ως κόρην οφθαλμού, του εν λόγω κρέατος.

- Μήτσο είσαι στα καλύτερά σου ρε φίλε, με τόσο κρέας απάνω σου δε σ' έχω ξαναδεί. Ποιοτικός κάργα, μπράβο. Έπαιξες γουινάκι;*

*winstrol, εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη

Βούβαλο τ. Belgian Blue (από Vrastaman, 05/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο υποσταθμόςδιανομής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζεται έτσι λόγω της ομοιότητας του πλέγματος που δημιουργείται από τα ηλεκτροφόρα καλώδια, με το γνωστό αναρριχητικό φυτό.

Αν και πιο ειδικά είναι µια σιδερένια κατασκευή από ελάσµατα ενωμένα ώστε να αποτελούν δικτύωμα που στηρίζει και συνδέει όλα τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις ενός υποσταθμού, για κάποιο λόγο έχει επικρατήσει με την πρώτη έννοια.

Οι υποσταθμοί αυτοί βρίσκονται κυρίως έξω από τις πόλεις και σκοπό έχουν την υποβάθμιση και διανομή του ρεύματος προς τους καταναλωτές. Η υποβάθμιση γίνεται σταδιακά, ως εξής: το ρεύμα φεύγει από το εργοστάσιο με συνήθης τιμή τάσης 150.000Volt και μέσω των πυλώνων στήριξης των καλωδίων φτάνει στον υποσταθμό όπου υποβαθμίζεται στην τιμή των 30.000 ή 6.000volt, από 'κει προωθείται στους τοπικούς μετασχηματιστές όπου υποβαθμίζεται και πάλι για να καταλήξει στους καταναλωτές με τιμή τάσης 380 ή 220Volt.

Όλο αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας, μιας και όσο μεγαλύτερη είναι η τάση του ρεύματος τόσο μικρότερη είναι η απαιτούμενη διατομή του ηλεκτροφόρου αγωγού (καλώδιο). Αν για παράδειγμα το ρεύμα έφευγε με τιμή τάσης 220V, για να μπορέσει να διανύσει όλα αυτά τα χιλιόμετρα των χιλιομέτρων και να καταλήξει στις πρίζες μας, τα καλώδια θα έπρεπε να είναι τόσο χοντρά που το κόστος των υλικών και των εργασιών θα ήταν απλά αμύθητο.

(Συνάντησα τον όρο και για το εναέριο δίκτυο του ΗΛΠΑΠ (εδώ) αλλά δεν ξέρω αν όντως χρησιμοποιείται.)

Για την Ιρόνικ.  (από joe909, 06/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φούντα ή μαύρο αρίστης ποιότητος.

Ήπιαμε ένα σύρμα χτες και γίναμε καϊνάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι κεραμικοί πυκνωτές σε ηλεκτρονικά κυκλώματα. Συναντώνται σε σχετικά απλές πλακέτες (όπως παλιών τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, κλιματιστικών, ενισχυτών κ.α.), μιας και τα ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα τείνουν να γίνονται όλο και μικρότερα, με νέου τύπου πυκνωτές, διόδους, γέφυρες, τρανζίστορ κ.α.

Ονομάζονται έτσι λόγω της ομοιότητας σχήματος και χρώματος με το γνωστό όσπριο.

Οι κεραμικοι πυκνωτες (φακες) σπανια παθαινουν ζημια οι παλιοι τουλαχιστον γιατι ειχαν φοβερες ανοχες. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 07/09/11)φακ-ες (από PUNKELISD, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυπριακή λέξη για την παλάντζα - ζυγαριά. Ναρκοσλανγκικώς νοείται η ζυγαριά ακριβείας που ο ντίλερ συμπεριλαμβάνει στον επαγγελματικό εξοπλισμό του, προκειμένου να είναι ακριβοδίκαιος στις δοσοληψίες του.

-Όχι και λίγο ρε συ, όχι και λίγο, δέκα τζι! Όπως κάθε φορά. Όλα σε μια πιλάντζα πάνω γίνανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μίνι-μάρκετ σε μια γειτονιά της επαρχίας , που συνήθως το δουλεύει ένας ευτραφής καπάτσος 60άρης με τη βοήθεια της γυναίκας του. Παρόλο που τις τιμές στα προϊόντα τις σημείωνε με ανεξίτηλο μαρκαδόρο ανεβάζοντας τες κατά πολύ από γνωστές αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, ήταν πάντα δεκτικός στο βερεσέ όταν ήμασταν μικροί και παίρναμε αυτοκόλλητα σοκοφρέτες και τσίχλες, καθώς και κουκουρούκου. Είθισται οι υπάλληλοι για τις μικροδουλειές να είναι κοριτσόπουλα της γειτονιάς όπου ανέχονται τα χουφτώματα του.Έχει τα πάντα από πλαστικούς πολυελαίους , μέχρι ποντικοπαγίδες.

-Δηλαδή τι είναι το υπερμάρκετ;
-Χμμ... είναι το μίνι-μάρκετ της γειτονιάς όπου το αγαπάς και που έχει προσωπικότητα και χαρακτήρα που δεν μπορείς να βρεις στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ όπου οι υπάλληλοι έχουν καρτελάκι με το όνομα τους.

Υπερμάρκετ (από petrakos, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified