Further tags

Tο γκάνι, τα γκάνια. Eλληνοποίηση από την αγγλική λέξη gun που σημαίνει όπλο.

- Πάμε να πάρουμε τα γκάνια, να ξεκινήσουμε περίπολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

- Ψείρες με LED, 15 Eυρώ τα 150.
(από κατάστημα χριστουγεννιάτικων στολιδιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή και μακριά γραβάτα (αντιστοιχία με το ανδρικό όργανο), που συνήθως συνοδεύεται από έναν άθλιο κόμπο.

Δες το μαλάκα... Φόρεσε πουκάμισο και μαλαπέρδα και νομίζει ότι έγινε άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σήμα των αναρχικών, το Α μέσα σε κύκλο.

- Ποιος ζωγράφισε το αλφάδι στον τοίχο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο χωρίς καμία δράση.

- Με τρώει το δάχτυλό μου, τι να βάλω επάνω:
- Παπαριζόλ σε σπρέυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.

-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).

Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.

- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.

Δες και φουνταριστός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified