Further tags

Κλασικό τέχνασμα γυναικών με [/I] σωματότυπο αχλαδιού που δένουν ένα πουλόβερ ή μια ζακέτα στην μέση με σκοπό να υποβαθμίσουν τον ευμεγέθη ποπό τους. Το ότι πρόκειται για τερτίπι προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι οι φέρουσες [I]κωλόκρυψη δεν θα φορέσουν την ζακέτα όταν πέσουν τα μπιλοζίρια.

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις μωρή κωλαρού; Η κωλόκρυψή σου είσαι τόσο πειστική όσο και το καραφλάζ του θείου Βρασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπλοκη πατέντα με την οποία φαλακροί, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

  2. Ιλαροτραγικά καταφανής περούκα που φέρουν πανσέληνοι (και μη) φαλακροί, επιχειρώντας να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο ποικιλίες φλοκάτης σπάνια ανθίστανται στον αέρα και την βροχή. Με σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων με διάθεση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, οι περισσότεροι φορείς φλοκάτης είναι κομπλεξικοί. Πολλοί ακομπλεξάριστοι άλλωστε φαλακροί επιλέγουν την λύση του ξυρίσματος, η οποία κατά κοινή ομολογία προσδίδει και σεξαπίλ.

Ειρήσθω εν παρόδω, η λέξη φαλακρός υπήρξε σλανγκ κατά την αρχαιότητα (εκ του φαλλού άκρη, αγγλιστί dickhead)

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις βρε καράφλα με την φλοκάτη σου; Ουστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράδα υπερβολικά μεγάλου μεγέθους σε μήκος και διάμετρο, απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για να βγει (η πουτάνα) και προκαλεί πέταγμα των ματγιώνε όκσω από το υπερβολικό σφίξιμο, κοκκίνισμα προσώπου και τσούξιμο της κωλοτρυπίδας. Κατεβαίνει μονοκόμματη.

Κατά τη διάρκεια του μαγκουροχεσίματος, λόγω του υπερβολικού σφιξίματος, ακούγονται διάφορα ακατάληπτα και μακρόσυρτα φωνήεντα (αααααααα ουουουουου ιιιιιιιιι) ενίοτε ανακατεμένα με δυνατές κλανιές. Σε αυτή την περίπτωση αν υπάρχει παρέα σε κοντινό δωμάτιο συμμετέχει φωνάζοντας «Σκίσουουουουου».

Τη στιγμή που ακουμπάει η κάτω άκρη της στη λεκάνη στραβώνει λίγο και μοιάζει με μαγκούρα. Συνήθως δεν προκαλεί πιτσίλισμα της κωλοτρυπίδας με σταγόνες από το νερό της λεκάνης. Η αιτία της δημιουργίας της μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους;
α) δυσκοίλιοτητα
β) σε ακατάσχετο πορδισμό που προκαλεί αφύγρανση των σκατών (το σκατό μου παξιμάδι)
γ) σε αλλαγή περιβάλλοντος. Πολύς κόσμος λόγω παιδικών βιωμάτων δε μπορεί να χέσει σε ξένη λεκάνη. Αυτό λύνεται με ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ίσως και αναδρομές.

Λόγω της σφιχτής της δομής δεν μπορεί ο σφιχτήρας της κωλοτρυπίδας να τη κόψει σε μερίδες (κουρκουμπίνια), με αποτέλεσμα να κατεβαίνει αγέρωχη και ολόϊσια μέχρι να κοπεί από μόνη της λόγω της βαρύτητας (gravity is a bitch που έλεγε και ο Σταλόνε στο «Βαρομετρικό χαμηλό»). Πολλές φορές είναι τόσο μεγάλη που δε χωράει να πάρει τη στροφή στη λεκάνη για να εξαφανιστεί και χρειάζεται σπρώξιμο με το πιγκάλ (πως το λένε το γαμημένο στα Ελληνικά;) και πολλά τραβήγματα του καζανακίου.

1) - Τι έκανες ρε μαλάκα τόση ώρα στον καμπινέ; Τον έπαιζες;
- Άσε με ρε μπατζανάκη. Έβγαλα ένα μπαστούνι νααααα (μετά συγχωρήσεως)... Πήρε φωτιά ο κώλος μου!
- Αααα, γιαυτό τράβαγες 10 φορές το καζανάκι;

2) - Σκίσουουουουουουου
- Τι φωνάζεις ρε μαλάκα
- Καλά δεν τον ακούς που σφίγγεται; Καμιά μαγκούρα θα βγάζει πάλι.

(από nick, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη με πρώτο συνθετικό γαμο- (εκ του ρήματος γαμέω, -ώ) και με δεύτερο συνθετικό το -λεβιές. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα κοινώς χαρακτηριζόμενα ως «ψωμάκια» στις γυναίκες, από τα οποία ο εκάστοτε ερωτικός σύντροφος «κρατιέται», ή καλύτερα «κρατάει» όταν το επιτρέπει / επιβάλλει η ανάλογη στάση στο σεξ. Προφανώς ενδείκνυται για πιο γεματούλες και νταρντάνες γυναίκες.

(Για μία πιο νταρντάνα λοιπόν με πιασίματα)
- Πω πω γυναικάρα μου, τι γαμολεβιέδες είναι αυτοί; (στα πλαίσια αστείου πάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε απλά για CD-ROM.(Compact Disk Read Only Memory)
H μούφα βρίσκεται στη δεύτερη λέξη. Η διαφορά υπεισέρχεται στη λέξη Ρομ.

Ο Ρομ είναι ο τσιγγάνος. Η πρώτη ιστορική αναφορά για τους Ρομά (τσιγγάνους) έγινε από τον Ηρόδοτο. Ο Ρομ είναι γνωστός και υποτιμητικά ως γύφτος, λέξη που προέρχεται από τη λέξη Αίγυπτος, γιατί πιστευόταν πως οι Ρομά είναι αιγυπτιακής καταγωγής. Είναι όμως ινδικής καταγωγής. Στη γλώσσα τους η λέξη Ρομ σημαίνει άνδρας ή σύζυγος.

Έτσι λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου όρου παραπέμπει με χιουμοριστικό τρόπο στα CD των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Η εκφορά του όρου προκαλεί σίγουρα την έκπληξη του ανυποψίαστου.

  1. (Ένας τσιγγάνος οδηγεί το Datsun του, στο οποίο μεταφέρει καρπούζια για πούλημα. Διαλαλεί το εμπόρευμα του ενώ στο background παίζει Παϊτέρης...)
    (Τσιγγάνος:) Εδώ τα γλυκά καρπούζια. Καρπούζια Αμαλιάδος. Ό(λα με το μαχαίρι.
    (Πελάτης:) Πω πω ωραίο CD έβαλες. Μας μεράκλωσες μεσημεριάτικα.
    (Τσιγγάνος:) Eμ δεν είναι απλό CD φίλε. Σίντι Ρόμ είναι.

  2. - Πω ρε εσύ. Μας τρέλαναν κανονικά με τα Σίντι Ρόμ που παιάνιζαν στο πανηγύρι.
    - Δηλαδή;
    - Μας τρέλαναν στο «βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι» και στο «γαρούφαλο στ' αυτί». Τι να σου πω; Ανθολογία. Αν ήταν στο χέρι τους δε θά 'φτιαχναν μέγαρο μουσικής. Τσαντίρι μουσικής θά 'φτιαχναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ως: το καλό το δέκα

Ο όρος προέρχεται από τον όρο: 10 το καλό της κολτσίνας (ή κοντσίνας, ή ακόμα και κολιτσίνας). Το 10 το καλό είναι το 10 καρό.

Τα κριτήρια επιτυχίας που αποτιμώνται μετά το τέλος μιας παρτίδας κολτσίνας είναι: το να έχεις το 10 το καλό, το να έχεις το 2 το καλό (2 σπαθί), το να υπερέχεις σε αριθμό φύλλων και σπαθιών.

Έτσι λοιπόν μπορεί με την εύνοια της τύχης να έχεις ένα δεκάρι στα χέρια και μ’ αυτό να χτυπήσεις το δέκα το καλό που βρίσκεται στο τραπέζι, γιατί ο κάτοχος του είχε την ατυχία την ώρα π.χ: που γινόταν το κόψιμο των φύλλων, να κοίταξε τηλεόραση και να 'δε τον Μητσοτάκη και να γκαντεμιάστηκε και να μην κατόρθωσε να το αξιοποιήσει.

Ή ακόμα να ’χει ρίξει ο άλλος κάποιο δεκάρι ως τελευταίο φύλλο μιας χαρτωσιάς και στην επόμενη χαρτωσιά να σου ‘ρθει από κωλοφαρδία το δέκα το καλό και να το πάρεις.

Ωστόσο μπορεί να χρειαστείς με ή άνευ τύχης, μόνος, ή μαζί με αυτόν που είσαστε ομάδα να οργανωθεί σχέδιο, ή και να παιχτεί και μπλόφα ακόμα, προκειμένου να κερδηθεί το δέκα το καλό.

Άρα το δέκα το καλό εκφράζει είτε:

α)μια καλή ευκαιρία, ένα καλό συμβάν, μια καλή κατάσταση που μας έτυχε ώστε να νιώσουμε λίγο σαν τον Γκαστόνε, αφού ως γνωστόν η τύχη είναι τυφλή (η καλοτυχία δεν μας ακολουθεί πάντα).

β)αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που μας παρουσιάζεται. Πολλές φορές θα χρειαστεί ακόμα και ολοκληρωμένη στρατηγική, καθώς και καλή κριτική ικανότητα προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολύ επιθυμητός στόχος, μια ονείρωξη. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η επίδραση του παράγοντα τύχη είναι υπολογίσιμη.

γ) Επιλογή της κατάλληλης, ή της περισσότερο κατάλληλης ευκαιρίας από ένα τσούρμο περιπτώσεων που μας παρουσιάζονται.

Σημείωση: Αντίθετα με την τράπουλα, είτε είναι μία η ευκαιρία, είτε πολλές, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί δηλαδή κάποια ευκαιρία να μοστράρει σαν το καλό το δέκα, χωρίς όμως να είναι. Εδώ λοιπόν χρειάζεται και καλή διακριτική ικανότητα, διαίσθηση, εμπειρία, καπατσοσύνη. Χρειάζεται να 'ναι κανείς γριά πουτάνα.

Συνώνυμη έκφραση, από τον αθλητικό χώρο: λίρα εκατό

  1. - Πω ρε, τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο Μάκης; Και ξέρεις, ε; Είναι και ματσό η γκόμενα και μου 'πε, που λες, ο Μάκης πως πάνε και για γάμο.
    - Ξέρω...ξέρω. Τον ταλαιπώρησε κάπως στην αρχή βέβαια, αλλά αυτός τό ’βαλε πείσμα και τελικά τα κατάφερε.
    - Εμ… είχε κίνητρο ο άνθρωπος. Το δέκα το καλό τού 'τυχε.

  2. Διευθυντής: - Ανδρεόπουλε, με τα προσόντα σου και με την εξειδικευμένη προϋπηρεσία που έχεις, μας έλυσες τα χέρια. Δεν στο κρύβω, πηγαίναμε για φούντο, μέχρις ότου προσλήφθηκες. Χάρη σε εσένα απογειωθήκαμε. Είσαι το δέκα το καλό της επιχείρησης, γι' αυτό και προάγεσαι άμεσα. Συγχαρητήρια. Ανδρεόπουλος: - Συγχαρητήρια και σε εσάς κύριε διευθυντά, που χάρη στην εμπειρία σας καταλάβατε πως ήμουν ο καλύτερος από τους συνυποψήφιους μου για τη θέση.

  1. Ένα αντρόγυνο λογομαχεί. Άνδρας: - Αχ …είχε δίκιο ο Λεπά όταν, την εποχή της Λεπανάστασης, έλεγε: Να πεθάνουν οι γυναίκες, να πεθάνουνε... Γυναίκα: - Δεν ξέρω τι λέει αυτός. Εγώ ακούω Σόφη Κωνσταντάκη. Κι αυτή λέει: το καλό το δέκα είναι η γυναίκα, από μας γεννιόσαστε και μας παντρευόσαστε, άνδρες που δεν έχετε στην καρδιά σας μπέσα.

1993,Στις 10(εθνικές εκλογές,10/10/93) με το καλό, με το δέκα το καλό,με τον πρωθυπουργό τον Κώστα τον ψηλό...Χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη...  (από GATZMAN, 23/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διδακτορικό περιπαιχτικά, όπως προκύπτει από λογοπαίγνιο των αρχικών του τίτλου. Παραπέμπει σε άμεση σύνδεσή του με τον πούτσο, ανάγκη που προκύπτει από και για διάφορους λόγους, όπως: η διακωμώδηση και απομυθοποίησή του, η οικειότητα με το αντικείμενο, η επί μακρόν δυσκολία και τα απαιτούμενα αλλά δυσεύρετα συνήθως μέσα για την απόκτησή του.

Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία του τίτλου Doctor of Philosophy, Ph.D. δηλαδή, που κανονικά προφέρεται πι-έιτς-ντι. Είναι δημοφιλής σε κύκλους ελλήνων φοιτητών στο Αμέρικα και ιδίως σε αυτούς των υποψηφίων πουτσουντούχων.

Επίσης σημειώνεται πως άλλο πουτσουντί και άλλο P.h.D..

- Πόσο θέλει ακόμη ο Μήτσος να τελειώσει;
- 3-4 χρόνια στο νερό, τώρα τέλειωσε το μάστερ και συνεχίζει ακάθεκτος βλέπεις για διδακτορικό...
- Α καλά, 2 χρόνια μάστερ, 4 χρόνια πουτσουντί, φέξε μου και γλίστρησα... Άμα γυρίσει ποτέ Ελλάντα, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη!

Το κλιπ με τα χαμένα έξι χρόνια (από poniroskylo, 09/10/08)

Δες και δικτατορικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified