Further tags

Η σαβούρα, περιττά πράγματα τα οποία όταν πας να τα πετάξεις κάνουν θόρυβο, συνήθως μεταλλικό.

Ζευγάρι πακετάρει τα πράγματά του για μετακόμιση στο νέο του σπίτι.

- Αγάπη μου αυτά πού να τα βάλω;
- Στην στοίβα για πέταμα. Έτσι και αλλιώς κλαμπατσίμπαλα είναι ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ακριβές, συνήθως χωρίς λόγο, τιμές.

Βασίζεται στις ακριβές τιμές που συναντάμε συνήθως στα πλοία, αλλά εκφράζει παράλληλα και την χαμηλή ποιότητα.

Αυτό συμβαίνει διότι παλαιότερα στα πλοία ο καφές ήταν απλά ανακατεμένος, όχι χτυπημένος, για λόγους ευκολίας.

(Παρέα που βρίσκεται σε πλοίο, πηγαίνοντας διακοπές, πληρώνει με μεγάλη έκπληξη τον φραπέ της 5 €, σε πλαστικό ποτήρι.)

- Καλά ρε ... 5 € τον καφέ σε πλαστικό;
- Άσ' τα αδελφέ ... βαπορίσιο τον πληρώσαμε...

(από Vrastaman, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.

Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.

Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.

  1. - Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ... - Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
    - Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...

  2. - Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
    - Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σου μικραίνει το πουλί ή σ' το κρατάει χαμηλά, π.χ. κανέλα, κρύο κτλ.

- Πωπωπωπωπω, πολύ κρύο...
- Άσ' τα να παν, παπαροκτόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.

- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιφτέκια αρχαϊστί.

- Από τι μαλακία κρέας ρε γαμώτο πάνε και φτιάχνουν τα κρεατοπλακίδια στα χαμπουργκεράδικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κεφτέδες αρχαϊστί.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Τηγανητά κρεατοσφαιρίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτηνή απομίμηση του αναψυκτικού που σπονσοράρει τον άη-Βασίλη και τα σχετικά παιδικά όνειρα. Η συγγένεια των αναψυκτικών συνήθως περιορίζεται στο χρώμα, την ύπαρξη ανθρακικού, την υπερεπάρκεια ζάχαρης και την αδιαμφισβήτητη θρεπτική αξία.

- Έλα ρε βλάκα, πάρε την κόκα φόλα μπας και γλυτώσουμε κάνα φράγκο. Λες και θα καταλάβει κανείς τη διαφορά να πούμε. Σαββάτο πεθαίνεις, Κυριακή, Δευτέρα θα σε θάψουνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικό τριπολιτσιώτικο ποτό που το όνομα του το οφείλει στη φαεινή επιχειρηματική ιδέα ενός Τριπολιτσιώτη, που σκέφτηκε να αξιοποιήσει εμπορικά την άρνηση που περικλείει η λέξη τίποτα, προσθέτοντας της άλλη μια σημασία, που δεν είναι άλλη από το ομώνυμο ποτό.

Δυο φίλοι κάθονται έτσι για να περάσει η ώρα στον εξωτερικό χώρο ενός καφενείου στην Τρίπολη.

Μαγαζάτορας: Θέλετε τίποτα να σας φέρω;
Κώστας (ένας εκ των 2 φίλων): Τίποτα. Να 'σαι καλά.

Σε λίγο ο μαγαζάτορας επιστρέφει με 2 ποτήρια τίποτα και έναν λογαριασμό... Κόκαλο οι 2 φίλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified