Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα αντλεί την προέλευση του από το γαλλ. falbala που σημαίνει ποδόγυρος (φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος), στην εγχώρια αργκώ χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αταξία συνοδευόμενη από ιλαρή διάθεση, ή αλλιώς, καταστάσεις χαβαλέ. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεντρώσεις γνώριμων και άγνωστων ατόμων (όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε φοιτητικά πάρτι) τα οποία θορυβούν ομιλώντας, ξεφωνίζοντας ή χαχανίζοντας, με απώτερο σκοπό το καμάκωμα και τον πήδο, οπότε ξαναγυρνάμε στον ποδόγυρο, βεβαίως βεβαίως.

Συνώνυμα: τζερτζελές, τουρλουμπούκι. Παράγωγα: φραμπαλατζής

- Απόψε θα την κάνουμε κατά Άνω Πόλη μεριά. Παίζει πάρτι πρώτου έτους φιλοσοφικής και θα γίνει τρελό τουρλουμπούκι. Μουνοθύελλα 10 μποφόρ. Μιλάμε για πολύ φραμπαλά. - Τσσσ... κατούρα και λίγο ρε μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς σύστημα, ανάκατα, βουρ στον πατσά και ό,τι ήθελε προκύψει.

Ποιο 4-4-2 ρε ανόητε; Σύστημα τουρλουμπούκι παίζουμε πάλι και φέτος, και σιγά να μη βγούμε ΟΥΕΦΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα (γίνεται) + όνομα σε έναρθρη γενική + (το κάγκελο), που δηλώνει συνήθως χάος, ένταση, υπερβολή.

Η αργκοτική αυτή σύνταξη φαίνεται να έχει επικρατήσει χάρη στην πασίγνωστη έκφραση γίνεται της πουτάνας το κάγκελο, και συνηθέστατα ακούγεται και χωρίς τα γίνεται και το κάγκελο.

Ειδικότερα, το όνομα πουτάνα μπορεί να αντικατασταθεί (α) από συνώνυμα (της καριόλας, της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα, της πόρνης), (β) από εξίσου ασαφή ονόματα (της μουρλής, της τρελής, της Πόπης, του πατεμού, του μουνιού το ξέσκισμα), αλλά και (γ) από ονόματα που αναφέρονται συγκεκριμένα στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς δείχνει την διάδοση και παγίωση της σύνταξης.

Σχετικές φράσεις: γίνεται πανικός, γίνεται χαμός, γίνεται το έλα να δεις, γίνεται το σώσε.

  1. Στο ίντερνετ γίνεται των παραδειγμάτων το κάγκελο για της πουτάνας το σχήμα. Ατάκτως ερριμένοι τίτλοι: Του Μνημονίου το κάγκελο!, Τελικά, χθες, έγινε του ανασχηματισμού...!!, Της …δεξιάς το κάγκελο έγινε στο Αποκαλυπτικό Δελτίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Έγινε του... ΛεΜπρον το κάγκελο!, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΔΩ ........ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ!!!!!, Της… Κομισιόν το κάγκελο θα γίνει τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, Θα γίνει του... γκολ και λοιπά και λοιπά και λοιπά...

  2. Ρε Πίπη, τί 'ν' αυτά; είπαμε να βάλεις καμιά υποσημείωση στη μετάφραση, αλλα εσύ τό 'χεσες.
    — Γιατί ρε μαλάκα;...
    — Τι «γιατι» ρε, εδώ γίνεται της υποσημείωσης, δέ διαβάζεται αυτό το πράμα!... Κάθε πρόταση και παραπομπή, πάς καλά;...

  3. — Έμαθες τα χθεσινά; Της σύλληψης το κάγκελο έγινε.
    — Απο πού κι' ως πού ρε;... Τί κάναν τα παππούδια, πετούσαν πάπιες-μολότοφ;
    — Άσε με ρε με τα φλώρια τα κωλόμπατσα και τις μπινιές τους να πούμε...

  4. — Έλα ρε Μικέ, άιντε, «εφημερίδα» είπες κι' εφημερίδα έγινες...
    — Σόρι ρε ψηλέ... Οι άλλοι ήρθαν;
    — Μέσα είναι, τό 'χουμε ήδη στρώσει, μπέκα μέσα.
    — ...
    — Τί φάτσα ειν' αυτή ρε, ξινίλες έχεις;...
    — Πόσα χρόνια έχεις να καθαρίσεις ρε καραγκιόζη; Της μπίχλας το κάγκελο ρε π'στ', βάλε μιά ηλεκτρική, κάτι...
    — Για κουμάρι σε φέραμε ρε Μικέ, όχι για να σε γαμήσουμεκυρία, έ κυρία... Και γιά φέρε δώ να δώ, τί ένθετα έχει σήμερα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως, ένας θορυβώδης αλλά ευχάριστος χαβαλές - κέφι, γέλιο, φωνές κλπ. Μπορεί όμως και να σημαίνει μια ανεξέλεγκτη βαβούρα, μια οχλαγωγία μάλλον δυσάρεστη που μπορεί να φτάσει και σε καυγά. Κοινά στοιχεία και στις δυο περιπτώσεις, ο σαματάς και η αναστάτωση - και το γεγονός ότι ενώ γίνεται το έλα να δεις ουσία και αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

Σε ό,τι αφορά την ετυμολογία, ο Μπαμπινιώτης εσφαλμένα λέει ότι είναι λέξη ηχοποίητη (!!!). Στην πραγματικότητα, προέρχεται από το τούρκικο zelzele=σεισμός το οποίο με τη σειρά του έρχεται από το ομόηχο πέρσικο زلزله που επίσης σημαίνει σεισμός.

Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Δες και τζέρτζελος.

  1. - Όχι, πάλι Μπελ Αιρ, ρε πστ!. Όχι άλλο κάρβουνο!. - Ε, και πού να πάμε ...
    - Δε ξέρω ... πάμε σ' εκείνο στην αρχή της Κορομηλά ... πώς το λένε ... δε θυμάμαι ... που 'χαμε πάει με τον Τασούλη ...
    - Όχι σ' εκείνο ρε μαλάκα ... αρχιδόκαμπος σκέτος είναι ...
    - Ναι, ρε ούφο ... αλλά, τουλάχιστον, έχει τζερτζελέ ...

  2. Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε ... Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Ώχου χαβαλές, ώχου τζερτζελές. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει και το χάος και την αταξία, αναρχία, κάτι ανάλογο με τα μπουρδέλο και μουνί.

Μπήκε μέσα με φούρια και τα έκανε όλα πουτάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ό,τι νά 'ναι και γενικότερα πρεσβεύει το κίνημα του οτινανισμού.

Κάθε παράδειγμα περιττεύει με αυτόν τον οτινάνα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified