Further tags

Κυριολεκτικά ή ειρωνικά, αυτός που κάνει ζημιές. Θηλυκό: ζημιάρα.

Πολύ ζημιάρης μας βγήκε ο Πελοπίδας. Θα μας φάει όλα τα γκομένια, νομίζω;

(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πολύ γρήγορος.

- Πότε κιόλας ήρθες ρε συ; Σφαιράτος είσαι μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός φαντάρος, στη στρατιωτική σλανγκ. Υπάρχει και ο μεταγενέστερος, ψευδοκαθαρευουσιάνικος τύπος «παλαίουρας».

- Ο Μηνάς όλο αράζει, εμείς έχουμε γαμηθεί στο γόπινγκ.
- Ε, γίνε κι εσύ πάλιουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.

  2. Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.

Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...

  1. -Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.

  2. -Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
    -Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!

  3. -Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
    -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αλανιάρα κότα, η κότα που δεν είναι περιορισμένη σε κλουβί, μπορεί να περιφέρεται σε περιφραγμένη ή μη έκταση και να τρέφεται με ό,τι βρει... Τα αβγά της αλανιάρας κότας θεωρούνται νοστιμότερα και πιο υγιεινά.

  2. Αλανιάρα τσιπούρα, η τσιπούρα της θάλασσας (σε αντίθεση με αυτήν του ιχθυοτροφείου). Πολύ ανώτερη γεύση και, βέβαια, τιμή.

  3. Αλανιάρα (για γυναίκα), χαρακτηρισμός γυναίκας «του δρόμου» που δε χαμπαριάζει και δε σηκώνει πολλά. Γυναίκα πορπατημένη και πονήρω που είναι μέσα στα πράγματα και σ' αγοράζει και σε πουλάει άμα λάχει!

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «αλάνα» που είναι τούρκικης προέλευσης και -στα ελληνικά- σημαίνει ανοιχτό χώρο, κυρίως σε πόλεις, που χρησιμοποιείται για παιγνίδι απ' τα παιδιά και... διάφορες δραστηριότητες από τους μεγαλύτερους! Η αλάνα είναι συνδυασμένη με την αίσθηση ελευθερίας, την απουσία περιορισμών και αυτό ουσιαστικά προσδιορίζει και το επίθετο «αλανιάρης» σε κάθε χρήση του...

Τραγούδι του Βαμβακάρη (στίχοι-μουσική):

Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
κι όπου θέλω εγω θα σε πηγαίνω
Θέλω από 'σε να μ' αγαπήσεις, αλανιάρα,
την φλόγα της καρδιάς μου να μου σβήσεις

Γιατί θες μικρό να αναστενάζω
μάγκικο, βρισιές να σ' αραδιάζω
Μια που λες πως είσαι απ' τον Περαία, αλανιάρα,
να 'ξηγιέσαι μάγκικα κι ωραία
Μια που λες πως είσαι απ' την Αθήνα
να 'ξηγιέσαι μάγκικα και φίνα

Κάθε βράδυ ραντεβού μαζί μου
κι όλο εσένα θ' αγαπώ πουλί μου
Έλα πάψε πια μη με παιδεύεις, αλανιάρα,
κι από 'μένα έχεις ο,τι γυρεύεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρό αγόρι (συνήθως σε προεφηβική ή πρώιμη εφηβική ηλικία) στην υπηρεσία οθωμανού αξιωματούχου, το οποίο, εκτός από εργασία, προσέφερε και σεξουαλικές απολαύσεις στο αφεντικό του.

Η άποψη που θέλει τη λέξη να προέρχεται από παραφθορά της αγγλικής φράσης «you-should-fuck-it» ελέγχεται ως ανακριβής.

Είπες ότι θέλει να προσλάβουμε τον κουμπάρο του για να μας νοικιάσει το μαγαζί; Σιγά μη του κάτσουμε κιόλας. Γιουσουφάκια ψάχνει ο κύριος;

Γιουσουφάκι (από poniroskylo, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση της λέξης «μαμά». Χρησιμοποιείται κυρίως ακουσίως, αλλά μερικές φορές και εκουσίως.

- Μαά, έχει τίποτα να φάμε;
- Να σηκωθείς να κάνεις μόνος σου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του καλύτερου, του ανώτερου, του πρώτου, του πρώτου με διαφορά, του ανεπανάληπτου, του κορυφαίου, κλπ.

- Η Φερράρι μάγκα μου, είναι κορυφή.

- Δικέ μου τι ήταν αυτό που έγραψες! Είσαι κορυφή!

- Απ' όλα τα μουνάκια της γειτονιάς μας, η Ρούλα είναι κορυφή...

- Τι φάγαμε στην ταβέρνα ο Αγλέουρας χθες ρε Μάκη... Όλα κορυφή σου λέω...

- Η θέα από τη δασική θέση «γκρεμοτσακισμένο κατσίκι» είναι κορυφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified