Αυτός που δεν έχει φράγκα, δηλαδή λεφτά. Ο ταπί, ο μπατίρης.
Έχει αναφερθεί και στο άσμα του Π. Σιδηρόπουλου «Χαρμάνης και Άφραγκος».
- - Πάμε ρε το βράδυ κανα σινεμά; - Δεν με παίρνει ρε, είμαι άφραγκος.
Αυτός που δεν έχει φράγκα, δηλαδή λεφτά. Ο ταπί, ο μπατίρης.
Έχει αναφερθεί και στο άσμα του Π. Σιδηρόπουλου «Χαρμάνης και Άφραγκος».
Got a better definition? Add it!
Η μαλάκω (θηλ. του «μαλάκας») επί το περιφρονητικότερον. Η κατάληξη -γκω παραπέμπει σε βλαχάρα και επίσης προσφέρεται για ένρινη προφορά ώστε να υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο η περί ής ο λόγος.
- Δεν σε βλέπω κεφάτο...
- Έχω μπλέξει με αυτήν τη μαλάγκω ρε πστ, δεν μπορώ άλλο!
Got a better definition? Add it!
Εντάσσεται στην ευρύτερη συνομοταξία των τσιγκουνοειδών, αλλά έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη της συνομοταξίας.
Συνδυάζει μεταξύ άλλων τα σπάνια χαρίσματα της τσιγκουνιάς, καρμιριάς, ξινίλας και μούχλας. σε μια δοσολογία αξιοθαύμαστη για τη μη τύρηση του μέτρου.
Η απόλυτη κατάρρευση της ρήσης «τα πάντα εν σοφία εποίησες». Ετυμολογικά παραπέμπει σε μυτζήθρα και όλα τα μυτζηθροπαράγωγα.
Ο μιντζίρης απαντάται ελεύθερος στη φύση ή ως στέλεχος τραπεζικών, μεσιτικών, ασφαλιστικών οργανισμών, τομείς στους οποίους το προσόν της μιντζιριάς είναι περιζήτητο.
Στον ιδιωτικό τομέα, αν κάποιος αντιληφθεί ότι το αφεντικό του είναι μιντζίρης, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ψάξει άλλη δουλειά και να φύγει άρον άρον. Να μην κοιτάξει ποτέ πίσω του και να μην μπει στο τριπάκι αποζημίωσης από τον μιντζίρη. Είναι πιθανότερο να βγουν του σπανού τα γένια παρά κάποιος να ξεγελάσει στα λεφτά έναν μιντζίρη.
Η σύνταξη του γερο-μιντζίρη αρκεί για ζήσει μιντζιροπρεπώς για 3-4 μήνες. Τα υπόλοιπα τα αποταμιεύει για τα δύσκολα γεράματα, ώστε να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους επίδοξους μιντζιροκόμους.
Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να είναι ο πρώτος που θα συναντήσεις το πρωί. Χειρότερος και από μαύρη γάτα.
Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να τον κληρονομήσεις. Θα βρεις σπίτια, χρήματα σε λογαριασμούς και πουγκιά με κοκοράκια στο λιγδιασμένο σεντούκι. Επειδή όμως η συναναστροφή με μιντζίρη κρύβει πολλές εκπλήξεις, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να φας τον γέρο μιντζίρη στη μάπα και να τον κληρονομήσει κάποιος άλλος ή τελικά να σε κληρονομήσει αυτός.
ΠΡΟΣΟΧΗ, Ο μιντζίρης «δαγκώνει».
<ντριιιιν>
<ντριιιιν><ντριιιιν>
- Ποιος διάολο να είναι πρωί-πρωί Κυριακάτικα.
- Ρε συγκάτοικε, σήμερα δεν είναι 1η του μηνός;
- Ε!
- Ο σπιτονοικοκύρης θα είναι.
- Τον πούστη, τον μιντζίρη, γαμώ τα λεφτά του και τα σπίτια του. Μην του ανοίξεις του πούστη.
<ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν>
Συνεχίζεται...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σε πρόσωπα τα οποία:
έχουν αποκλειστικές ευθύνες για κάποιο ζήτημα και προσπαθούν να τις αποποιηθούν, προσποιούμενοι ότι δεν ξέρουν τίποτα «για τον φόνο».
έχουν έμμεσες ευθύνες και δικαιοδοσία επί ζητημάτων, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση προς όφελος τρίτων, αν και θα έπρεπε, από την θέση που κατέχουν.
συνώνυμα: κινέζος, γερμανός, την πάπια.
1.α.
... Είναι τρομερά γελοίο που αθλητές μας με νίκες σε μεγάλους αγώνες (Ολυμπιάδες-Ευρωπαϊκά) έκαναν νίκες και δεν ξανατρεξαν ποτέ. Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον του ντοπινγκ... θες να καταπιείς κηροζίνη για να τρέχεις σαν πύραυλος...πρόβλημά σου... Ομως όταν σε πιάνουν μην μας κάνεις την παλαβή. Οσο για την κόκα... τί να σου πω! Υποθέτω ότι δεν έχουμε ούτε εναν κόκο στην Ελλάδα. (Εχουμε Κοκό, αλλά όχι κόκα)...
από βλογ
1.β.
Σερέτης είμαι χασικλής,
κοτσάνι την περνάω
και σαν μου λάχει νταβατζής
στρωτή την αμολάω.
Μα σαν μου λάχει σταυρωτής
ευθύς την αμολάω,
την πάπια και την παλαβή
κάνω και δεν μιλάω...
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος σχολείο είναι αυτός που έχει τεράστια εμπειρία σε ένα θέμα και προκαλεί το θαυμασμό των γύρω του.
- Θα πάμε πουθενά σήμερα;
- Κοίτα σήμερα είναι Τρίτη, έχει και Champions League, άρα όλοι θα είναι μέσα και θα βλέπουν μπάλα οπότε τα γκομενάκια θα έχουν βγει έξω. Δεδομένου ότι Τρίτη δεν πας σε κλαμπ γιατί είναι κηδεία, λέω να πάμε Κολωνάκι και συγκεκριμένα στο Rock που έχει ladies night για να γίνουμε.
- Σχολείο είσαι ρε πούστη. Πού τα ξέρεις όλα αυτά ρε;
Got a better definition? Add it!
Εκ του υστερικιά και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-ω».
Χρησιμοποιείται για γυναίκες κατά τις βροχερές τους μέρες, για κακές αδελφές, και με ηυξημένο σλανγκοσυντελεστή για άνδρες που τους έχει γυρίσει η τρίχα (ναι, σε σένα αναφέρομαι!).
Got a better definition? Add it!
Ξεροκέφαλο που δεν αλλάζει γνώμη με την καμία, ακόμα και όταν ο συνομιλητής προβάλει αδιάσειστα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ακόμα και αν νέα στοιχεία που συνηγορούν για το αντίθετο έρθουν στην επιφάνεια, ακόμα κι αν κατέβει ο θεός: Διαμόρφωσε άποψη; Πεισματικά θα τη διατηρήσει, σωστή - λάθος δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Σ.ς. Άντε, τέλος πάντων, μπορεί να αλλάξει γνώμη, αλλά πολύύύ δύσκολα και η διαδικασία είναι ανυπόφορη για τους υπόλοιπους.)
Το πείσμα, μαζί με την ανδρεία και την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, είναι στοιχείο που προσδίδεται στους αρβανίτες - ειδικά πάντως το πρώτο, προφ ξεπέρασε λαούς και σύνορα ως χαρακτηρισμός.
Σχόλιο Hodjas εδώ: Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα - αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι.
Σωτηρία Μπέλλου:
...Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. [...] Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.
Εδώ:
«Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός» μου απάντησε τσαντισμένα πριν καιρό ο γέρο Κρητικός συνομιλητής μου [...] «αυτός κάθησε στο Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να βγει και στον κάμπο να κάμει πόλεμο και πήρε τα παληκάρια του στο λαιμό του »[...] Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί [...] αλλά ο Χατζημιχάλης είναι ξεροκέφαλος και αρνείται. Του λένε ότι [...] Αυτός επιμένει. (σημείωση: φαίνεται ότι ήταν πρώτη φορά που οι Σφακιανοί ερχόντουσαν σε επαφή με Αρβανίτικο κεφάλι). Στο τέλος θεωρώντας τους δειλούς,τους λέει περιφρονητικά. «Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας για να μη φύγουν και αφέτε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς».
Got a better definition? Add it!
Κλασικό μπινελίκι ελληνάρα μικροφαλλοκράτη προς όποιαν θεωρεί ότι «κάνει την έξυπνη». Σε πλήρη ανάπτυξη, συνοδεύεται με φιλοφρονήσεις τύπου «μωρή καριόλα, λινάτσα, φακλάνα, μπουγιαμπέσα», κ.α..
Εννοείται ότι έχει παρεισφρήσει εκτός σεξιστικών πλαισίων, χρησιμοποιούμενο ανεξαρτήτως φύλου ως εργαλείο αδειάσματος.
Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!
- Γυναίκα στο τιμόνι και ο χάρος σε ζυγώνει! Τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!
- Έχω ενα μαλάκα σαν εσενα σπιτι και τα πλενει!
(Από το φόρουμ των 4Τ)
- Alexis Pass: Μαρια οντος εισαι οτι ναναι, τραβα αγορασε κανα τρυλετ με τα 2ευρα του χατζηχαβαλε να πλυνεις κανα πιατο αττιτλη που θα μιλησεις για τον ΜΕΓΑ ΝΤΟΥΣΚΟ!
- Maria Apostolakh: ΤΡΑΒΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΙΠΑ ΜΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΦΛΩΡΟΠΟΥΣΤΑ ΟΠΑΔΕ ΤΟΥ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΥ Κ ΤΗΣ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ Κ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΚΑΤΟΦΛΩΡΕ...
(Βρις-οφ στο φατσοβιβλίο)
βλ. και τη ρόκα σου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Άντρας με τον οποίο σχετίζεσαι ερωτικά χωρίς να έχεις νομικό δέσιμο μαζί του όπως γάμο κλπ. Συνώνυμο των «ο φίλος μου», «το αγόρι μου» πιο προχώ «ο σύντροφός μου», εν αντιθέσει όμως με αυτούς τους όρους που δηλώνουν ένα σεβασμό και μια τρυφερότητα κατά περίπτωση, εμπεριέχει μια άνεση και καλούα νταξ και δεν τρέχει τίποτα. Λίγο σαν το «ο δικός μου» στο πιο κλασικό και ανέμελο.
Άντρας, καταρχήν άγνωστος, που έχει δυνατότητες και είναι ενδεχόμενο να γίνει το παραπάνω 1.
Άντρας εντυπωσιακής εμφάνισης, ιδιαιτέρως ελκυστικός και ποθητός, ο τύπος που γυρίζεις να κοιτάξεις και που ευχαρίστως θα δεχόσουν να γίνει το παραπάνω 1. Παρ. 3.
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φίλο απειλούμενου που τον συνοδεύει σε δύσκολες συναντήσεις. Παρ. 4
*Asist: vikar από ΔΠ*
Π1 - Απόσπασμα απολαυστικής περιγραφής:
Το μαλακισμένο το πιτσιρίκι, που δεν ξέρει πώς είναι η αιτιατική πληθυντικού του τοίχου, μου έλεγε αλήθεια. Έχει γκόμενο γιατρό κι αυτός έχει έναν πολύ ωραίο φίλο, διαθέσιμο και εν δυνάμει γκόμενο μου, επίσης γιατρό.
Π2 - Φιλοσοφική συνέντευξη:
α. ΕΧΕΙΣ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ;
Μπα, δεν έχει τύχει. Κοίτα, έτσι κι αλλιώς εκείνη τη στιγμή είμαι τόσο επηρεασμένη από τη μουσική, που δεν έχω χρόνο για γκόμενους! (σ.ς. άντρες, χχχχκ φτου, πεταμένα λεφτά, γκόμενοι και αηδίες, έχουμε σοβαρά θέματα να ασχοληθούμε)
β. ΘΑ ΜΟΙΡΑΖΟΣΟΥΝ ΜΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΣΟΥ ΕΝΑΝ ΓΚΟΜΕΝΟ;
Όχι, θα προτιμούσα μόνο τη φίλη.
Π3 (Μία που έτυχε να δει αγώνα στο Μουντιάλ σε μια βαζελίνα):
-Ρε συ, τι γκόμενος είναι αυτό το Τζόρβας; Γιατί το άλλο το επιθετικό πωστολένε; Μμμ!
-Όχι που με περνάς για μαλάκα με το διαρκείας στη λεωφόρο, στόκε, και καλά κάνω χάρη στον Βασίλη και σε όλο τον αγώνα χαζεύω τα μωρά, χαζή που δεν έρχεσαι.
Π4 (Μετά από το «άμα έχεις αρχίδια ρε σε περιμένω στην πλατεία σε μισή ώρα ακριβώς»)
- Ωπ, ήρθαμε; Τι σκοπό έχεις φίλο; Θα μας δείρεις δηλαδή; Κι ο κύριος τι είναι; Γκόμενός σου; Θα μας δείρει κι αυτός;
Got a better definition? Add it!
Πρὀκειται για το ρήμα του γούτσου, το οποίο χρησιμοποιείται και σαν ουσιαστικό.
- Καλέ τι γλυκούλι είναι... Θέλω να το κάνω γούτσου-γούτσου!
- Η στρίγγλα-αφέντρα-dominatrice Παναγιώτα Βλαντή μέσα σε ένα επεισόδιο εξελίχθηκε σε γατούλα-housewife που ψοφάει για γούτσου - γούτσου» (google.gr)
- Δηλώνω ότι είμαι τύπος ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ», σελίδα στο Facebook
- Όνομα μαγαζιού στη Μύκονο
Got a better definition? Add it!