Από μικρός φαινόταν τι μαλάκας θα γίνει.
- Μια ζωή μαλάκας ο Τάσος, πάλι μας πούλησε.
- Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, τον είχα συμμαθητή στο δημοτικό τομπούστη.
Από μικρός φαινόταν τι μαλάκας θα γίνει.
- Μια ζωή μαλάκας ο Τάσος, πάλι μας πούλησε.
- Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, τον είχα συμμαθητή στο δημοτικό τομπούστη.
Got a better definition? Add it!
Χάνω λάδια είναι κοινότατη, πρωτόλεια σλανγκιά που σημαίνει δε μπάω καλά, έχω ξελασκαρισμένες βίδες, κόβω καπίστρι, είμαι γιωτάς, γκάου, τζαζ, γιούχου.
- Πας καλά ή χάνεις λάδια;
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση υποδηλώνει:
Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.
Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:
α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση
Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.
B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.
Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.
Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.
Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.
- Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.
- Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.
- Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.
Got a better definition? Add it!
1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).
Εξού τα:
το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).
Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.
2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.
Εξού:
3. Ο πούτσος και
4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν
τις γυναικείες ιδιοτροπίες.
5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.
Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που
οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.
(Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).
1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)
«…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)
«Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)
4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;
4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου τσόπερ (chopper). Συνώνυμος συχνά και του χαρλεά, εφόσον οδηγεί μοτοσυκλέτα μάρκας Harley Davidson.
Στην Ελλάδα πρόκειται συνήθως για φραγκάτους παλιοροκάδες, με ουδεμία σχέση με το σπορ του δικυκλισμού, που κυκλοφορούν με πανάκριβα δερμάτινα και αξεσουάρ Harley Davidson, πάνω σε εξίσου πανάκριβες και άχρηστες τσόπερ (κατά προτίμηση Harley) μοτοσυκλέτες.
Και σκάει μύτη ένας τσοπεράς με δερμάτινα παντελόνια, σκουλαρίκια, μαλούρα και μια κοιλιά να! Και μετά μαθαίνω ότι είναι διευθυντής σε πολυεθνική! Πολύ φλωριά ρε φίλε!
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός μοτοσυκλέτας μάρκας Harley Davidson. Συχνά, από τον τύπο της εν λόγω μοτοσυκλέτας (τσόπερ) αναφέρεται και ως τσοπεράς.
Πέτυχα ένα χαρλεά στο φανάρι και με ξεκούφανε με την κωλοεξάτμισή του! Σαν τρακτέρ έκανε!
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου στριτ (street), δηλαδή μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού κατάλληλης για ταχύτητα σε ομαλό δρόμο.
- Ωραίο εργαλείο ρε Μήτσο! Μας έγινες στριτάς τώρα;
- Εντάξει, το βαρέθηκα το χώμα. Θέλω λίγη άσφαλτο και γκάζια πια.
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου εντούρο (enduro), δηλαδή ελαφρού δικύκλου με υψηλές αναρτήσεις, ιδανικού για διαδρομές στο χώμα και στη λάσπη.
Αυτούς τους εντουράδες δεν τους μπορώ. Βρωμοκοπάνε ορυκτέλαια τα ρούχα τους όλη την ώρα!
Got a better definition? Add it!
Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:
Προέρχεται απ’ την ιταλική ρίζα sfogli-. Στα ιταλικά sfogliare σημαίνει αφαιρώ φύλλα, μαδώ πέταλα, ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά. Εξού κι η σφολιάτα.
Σημαίνει:
τέχνασμα χαρτοκλέφτη (σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη),
για πρόσωπα: απατεώνας, λαμόγιο, κομπιναδόρος.
Υποτιμητικά δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν αξίζει την προσοχή, τη μισή μερίδα, την ασχημούλα γκομενίτσα.
για καταστάσεις, κυρίως στην έκφραση τρώω σφόλι σημαίνει: ταλαιπωρούμαι, χώνομαι τα μάλα, γειώνομαι απότομα, παθαίνω νίλα μεγάλο κάζο, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος, μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, έσπασα/μου 'πεσαν τα μούτρα μου, βρίσκω το μάστορά μου, την έφαγα σα πούστης.
στις εκφράσεις: πετάω/ρίχνω ένα σφόλι/σφόλια, με πήρανε τα σφόλια, τον αρχίσανε στα σφόλια σημαίνει την προκλητική κουβέντα, το έμμεσο χοντρό πείραγμα, πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές, κουλαντρίζω, τσιγκλάω.
Εδώ όμως το πείραγμα έχει κοινό (συχνά «με λυμένο το ζωνάρι για καυγά») που δε στέκει θεατής αλλά (μπορεί και) νά ‘ναι συνένοχο και συνεργός, οπότε πέφτει σφολοχάλαζο / σφολοβρόχα, με σκοπό να «την ανοίξει» στο θύμα με το οποίο έχει προηγούμενα (αλλού στο σάη ο Hodjas το περιγράφει μια χαρά, αλλά το σφόλι έπρεπε χωρίς «» και χωρίς το «έμμεσο»).
Αν πάλι σε πάρουνε τα σφόλια, ο στόχος ήταν άλλος, αλλά εσύ «είχες τη μύγα και μυγιάστηκες» κι «άστραψε ο κώλος σου», οπότε πέφτει (επιπλέον) και το γέλιο της αρκούδας.
Στα Γιάννενα η «μπουγάτσα» τυλίγεται σε φύλλο και όχι σε σφόλια (σφολιάτα). Προσφέρεται σε δύο παραλλαγές: τυρί και κρέμα.
(απ’ το δίχτυ)
…ρε συ πονηρόπουλε που πήρες και 2 κράνη και ζΗτω και ΟΥαΟ και μας άνοιξες τα μάτια και μας έδειξες ότι μας κλέβει ο βιφιρις άμα πάω εγώ και πάρω από το σάιτ που λες και φάω κάνα σφόλι και δε πάρω κράνος και και και και ΝΑ ΡΘΩ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ;;;;; (από μπλογκ)
- Να δεις αδερφάκι μου τι σφόλια είναι όλη η γαμημένη φάρα τους: για ‘να μερεμέτι ούτε δυο μισάωρα, με φραπεδιές και έτσι, μου ‘ραψαν ένα κουστούμι, μου βγήκε ο κούκος αηδόνι.
- Έε καλά. Το ‘παμε. Ποιος είν’ ο καλύτερος μεζές;
- Ποιος;
- Συκωτάκια μάστορα στη σούβλα.
5α. Πάντως ΕΛΔΥΚάς δεν είναι άσχημα. Τον πρώτο καιρό τρως ένα σφόλι, αλλά μετά δε διαφέρει και πολύ από μια μονάδα στην Ελλάδα. Αρκεί να μην είσαι γκαντέμης και σε στείλουν ΕΦ (προσαρμοσμένο απ’ το δίχτυ)
5β. Ο Ερνέστο αδικεί τον εαυτό του παίζοντας έτσι. Τον δικαιολογώ όμως. Το σφόλι που έφαγε από την Ανόρθωση τον έχει κάνει και παίζει συντηρητικά σε όλα τα δύσκολα ματς. Έχει καεί ο άνθρωπος από τότε και έχει το σύνδρομο του φόβου. (αγορασμένο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified