Further tags

Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.

-Πω, κοίτα αυτή ρε τι γκομενάρα!
-Χαλάρωσε ρε, μην κάνεις σα λιγούρης!

Βλ. και λιγούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός ύβρεως με το όνομα Αντρέας, αλλά και γενικά ο μαλάκας με έμφαση.

συνώνυμο: μαλακαντώνης.

Ήρθε ο μαλακαντρέας και μου είπε ότι του χρωστάω αυτά που του έχω πληρώσει εδώ κι έναν μήνα!

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, καθίκαντρεας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχολόγος, η ψυχαναλύτρια, η ψυχίατρος, η σύμβουλος κλπ.

Τά 'μαθες; Η Αλίκη χώρισε και τρέχει τώρα σε μια ψυχού να το ξεπεράσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά: ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός.
Θηλυκό: γκασμαδοπούλα.

Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (βλέπε παρόμοια ερμηνεία και για το παγουράς).

Οι γκασμάδες είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, κάνουν κλίκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κατά σύστημα μετέρχεται κολακειών για να πετύχει τους στόχους του.

Όταν η ενέργεια προέρχεται από άλλον προς όφελος άλλου, βάζω μέσον ή βύσμα: βάζω γλείψιμο ή βάζω μεγάλο γλείψιμο (μεγάλο μέσον).

Ο Ψ είναι μεγάλος γλειψιματίας γι' αυτό και προχωράει τόσο ενώ δεν έχει καθόλου προσόντα!

Μετράει το καλό γλύψιμο, μετράει. (από Galadriel, 23/02/09)(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής, ο ασχολούμενος πολύ και με πάθος με σεξουαλικά και ερωτικά θέματα, ο cult σταρ της greek erotica σκηνής της δεκαετίας του '70 Κώστας Γκουζγκούνης.

- Με αυτά που βλέπεις στο internet όλη μέρα θα γίνεις τελείως Γκουζγκούνης.

(από Khan, 10/03/11)(από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι. Κλασσική έκφραση του παλιού, καλού καιρού.

- Ευγενικό παιδί ο Κωστάκης της κ. Φωφώς!

- Καλός είναι κ. Τζένη μου, άκουσα όμως ότι είναι τοιούτος!

- Καλέ Χριστός και Παναγία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified