Further tags

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική μπαμπαδίστικη έκφραση, όταν κάποιος παντρεμένος οικογενειάρχης μπαίνει σε πειρασμό, είναι: «Τι να κάνω εγώ; Οικογενειάρχης άνθρωπος;». Επειδή, όμως, συχνά αυτά είναι δικαιολογίες του κώλου κι ο οικογενειάρχης είναι αρχιδάτος και με ορμές, γίνεται αυτή η παραλλαγή σε «οικογενειόρχης», γι' αυτόν που έχει αρκετά αρχίδια για να εκπληρώνεί και τα συζυγικά του καθήκοντα και τα εξωσυζυγικά. Δηλαδή γι' αυτόν που τιμά την οικογένειά του!

- Και μου κάνει νάζια το πιπίνι στο γραφείο. Τι να κάνω κι εγώ, οικογενειόρχης άνθρωπος; Την έκανα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».

Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός βλάκας. Συνδυάζεται με τη λέξη «σουβλάκι», για να αναδειχθεί η ελληνικότητα της βλακείας που κάνει.

Με αγγλική προφορά χρησιμοποιείται και η λέξη «souvlakεία», ειδικά όταν θέλουμε να το πούμε και να μην μας καταλάβουν.

-Ρε σουβλάκα, σταμάτα να μας ταΐζεις souvlakείες όλη μέρα! Βούλωνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γαμιοσύνη χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο αριστοκρατικά γαμάτο. Είναι η γαμιοσύνη που ξεχωρίζει τους γαμάτους από τους υπεράνω γαμάτους.

1)Ο Skoumas έχει υπερβολική γαμιοσύνη.
2) Είστε δαιμόνιος, γαμιοσυνότατε!
3) Η γαμιοσύνη του/της έλκει πλανήτες
4) Γαμιόσυνος είδηση.
5) Τη γαμιοσύνη μη τη κλαις εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγός τζιπουροφορτηγίδας ή πολυτελούς μαούνας, της οποίας το κόστος απόκτησης και το μέγεθος είναι αντιθέτως ανάλογο με το βαθμό οδικής συμπεριφοράς του «χοιριστή» της, καθώς και της πρακτικότητας της σε αστική χρήση..

Θα παρακάμψει με άνεση μια σειρά προπορευόμενων οχημάτων που περιμένουν σε ένα φανάρι για να στρίψουν φροντίζοντας να περάσει μπροστά από το σηματοδότη, να παρακωλύσει το ρεύμα που συνεχίζει ευθεία και προς τις δύο κατευθύνσεις (αν είναι δυνατόν) και θα απαιτήσει μόλις το φανάρι του ανοίξει - γιατί πιστεύει πως κι αυτό πλέον του ανήκει - ο οδηγός του οχήματος που είναι πια πίσω του να το αφήσει για λίγο (δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος) και γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια να σταθεί διακριτικά σε σημείο που να είναι αντιληπτός από τον κύριο Σαζγράφογλου και με μικρή υπόκλιση/νεύμα να του γνωστοποιήσει πως αν ήθελε μπορούσε να ξεκινήσει...
...γιατί αν του κορνάρει θα ήταν το λιγότερο άκομψο - αν όχι αγενές και άδικο γιατί έχει σημαντικότατες υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μιλάει σε ένα τουλάχιστον κινητό και γενικά ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος από οποιουδήποτε άλλου που κάνει χρήση των δρόμων μόνο και μόνο για να τον καθυστερεί...

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά, αλλά για να μην το κουράσω, μένω στο παραπάνω το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του «επιθέτου»... κατάλληλο και για κυρία ή δεσποινίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.

Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).

- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ. - Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.

Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.

Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το παλικάρι που έχει κάνει τη μαλακία δουλειά και διασκέδαση: όποτε βρει ευκαιρία, κοπανάει και μία στα γρήγορα (το κοπανάει είναι ενδεικτικό του υπερβάλλοντος ζήλου του)... Μεταφορικά πάλι, η λέξη δηλώνει αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να τον έχει βαρέσει η πολλή μαλακία (ή αλλιώς το πολύ ψωλοκοπάνημα) στο κεφάλι.

Εντάσσεται στην μακρά σειρά συνωνύμων της εθνικής μας λέξης, μαζί με τα ψωλοβρόντης, πεοκρούστης, τρόμπας, αυνάνας κτλ.

(Πονηρογλειφο)γλωσσολογικά μιλώντας, όλη η μαγεία της λέξης βρίσκεται στην μακρά κατάληξη -ης, που προκαλεί αναβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα (σε αντίθεση με το ομόρριζο ψωλοκόπανος). Επίσης δημιουργεί και πολύ ωραίο τύπο πληθυντικού: οι ψωλοκοπάνηδες.

  1. - Ρε τι μου έλεγε χθες ο Νίκος... Τραβάει λέει τρεις μαλακίες την ημέρα, γιατί αλλιώς δεν την παλεύει!
    - Ακόμα;; Μια ζωή ψωλοκοπάνης!!

  2. - Πάμε για καμιά μπύρα το βράδυ;
    - Τώρα μου το λες; Έχω κανονίσει με τα παιδιά! Άμα θες έλα...
    - Άσε, τους βαριέμαι αυτούς τους ψωλοκοπάνηδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified