Ο βλάχος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του και το παίζει κάπως... Είναι και συνώνυμο του λήμματος τραχανοπλαγιάς.
Κατέβηκαν όλοι οι τσοπανοτραβόλτες για μπάνιο την Κυριακή και γινόταν χαμός στην παραλία...
Ο βλάχος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του και το παίζει κάπως... Είναι και συνώνυμο του λήμματος τραχανοπλαγιάς.
Κατέβηκαν όλοι οι τσοπανοτραβόλτες για μπάνιο την Κυριακή και γινόταν χαμός στην παραλία...
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος βαριέται κατά όλη τη διάρκεια της ζωή του και βαριέται να κάνει οτιδήποτε.
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.
Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι αποκαλείται με υποτιμητική διάθεση ο φαρμακοποιός που έχει ρίξει το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων του στο (λιγότερο επιστημονιζέ αλλά περισσότερο προσοδοφόρο) εμπόριο καλλυντικών.
Εγώ ανοίγω σε ένα μήνα. Θα βάλω και Κορέ, θα βάλω και Απιβίτα, και Λορεάλ και απ΄όλα, κι ας με πουν καλλυντικοποιό (από φόρουμ επαγγελματιών του χώρου).
Got a better definition? Add it!
Συνένωση των προσταγών «άντε, φέρε», με ταυτόχρονη παράλειψη του τελικού «ε».
Η λέξις πλέον, με την κατάλληλη προφορά, αποπνέει μια γαλλοπρεπή esscence μεγαλοπρέπειας.
Προσφώνηση η οποία αντικαθιστά το όνομα του προσώπου, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.
Αυτός που όλοι τον στέλνουν να φέρει κάτι: ο groom του ξενοδοχείου.
Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βοηθός.
Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ σοβαρός. Πιο σοβαρός πεθαίνεις. Δηλαδή, αυτός που στην προσπάθεια να φανεί πολύ σοβαρός καταντάει γελοίος. Οι εκφράσεις στο λόγο του και το σοβαρό του ύφος συνοδεύονται συνήθως από εξίσου σοβαρές εκφράσεις του προσώπου του.
Μην είσαι τόσο σοβαρόξ, θα πάθεις τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Το Πιτσαπέρδουλο είναι ένα κολεόπτερο (θυμίζει μορμότζιλα των χαμερπίων) με ένα πολύ περίεργο μηχανισμό στην κίνηση του(πέταγμα). Ενώ πετάει, ρουφάει ποσότητες αέρα που εγκλωβίζει σε ένα ασκό που έχει ανάμεσα στο κυρίως σώμα του (θωρακικό τμήμα) και στην κάτω μεβρανοειδή κατάληξη του υπολοίπου σώματος του, τον οποίο αέρα εξαπολύει με ένα μακρόσυρτο και υπόκωφο (κλανέοντα) θόρυβο. Η κίνηση του (πέταγμα του πιτσαπέρδουλα) είναι σαν ένα μπαλόνι που αφήνεις να ξεφουσκώσει.
Αυτό το περίεργο πλάσμα αρέσκεται (παθητική φωνή) στην πίτσα, και ο,τι έχει παρόμοια γεύση, και τα συστατικά αυτής. Αν τρως πίτσα στο μπαλκόνι, πρόσεξε το, κάνει βουτιά και τρώει ένα κομμάτι, σαν τερμίτης, κατόπιν αρχίζει (να πέρδεται ασύστολα) κάνοντας κύκλους γύρω από τα κεφάλια των παρευρισκομένων εν τω μπαλκόνιον ταύτω.
Πιτσαπέρδουλο: φανταστικό έντομο (κολεόπτερο)το οποίο τρώγων τη πίτσα πέρδεται.
Από ξεκατίνιασμα σε φόρουμ:
Ρε πιτσαπέρδουλα, αν ανοίξω κουβέντα με ένα στρείδι για την ανθρώπινη εξέλιξη, θα μου παραθέσει πολύ καλύτερα επιχειρήματα από σένα.
Got a better definition? Add it!
Μαλακκισμένη λεξιπλασία που μου κατέβηκε στη γκλάβα και είπα να μη σας τη στερήσω.
Θειούχος το λεπόν ανεψούδια είναι ο έχων θείο, ήτοι μπάρμπα, και δη έλκοντα την καταγωγή από την Κορώνη Μεσσηνίας.
Μη γελάτε ρε κοπρόσκυλα, μπορεί σε κάτι χρόνια να είναι διαδεδομένη σλανγκιά :-P
Υ.Γ. Παρακαλούνται οι χημικοί του σάιτ να μας εξηγήσουν τη διαφορά μεταξύ θειούχου, θειώδους και θειικού.
- Ρε την κουφάλα τον Γλειψαρχίδογλου, την πήρε τη μετάθεση από Κάτω Σέκλανα για τα κεντρικά.
- Ρε το μπούστη, πώς τα κατάφερε;
- Είναι θειούχος ρε σύ.
- Τι είναι λέει;
- Θειούχος ρε μαλάκα, έχει θείο, μπάρμπα, πώς το λένε ...
- Ε και; Κι εγώ έχω, ρε μαλάκα.
- Απ' την Κορώνη;
- .............
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.
Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...
Σύγκρινε: πουθενάς.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:
- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..
Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.
Δες και δημήτριος.
Got a better definition? Add it!