Further tags

Έκφραση που καθιερώθηκε από τον προπονητή Νίκο Αλέφαντο, όπως και τα μάθε μπαλίτσα και τα πάντα όλα. Σημαίνει κάποιον που είναι καταπληκτικός, πάρα πολύ καλός, μεγαλειώδης, και άλλα υπερθετικά, όπως ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κάτσε κάλλιστα, με λίγα λόγια υστερεί μόνο έναντι του Vankouf, του Chuck Norris και του Μάκη, ενώ παίζει μπάλα κάπου στο επίπεδο του Βέλτσου και του Τάκη Τσουκαλά.

Συνώνυμα: τιτανομέγιστος, γιγαντομέγιστος κ.τ.ό.

  1. O ΕΝΑΣ,Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ,Ο ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΤΟΝΙΣ ΣΦΗΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ! (Εδώ).

  2. Ο τιτανοτεράστιος ηγέτης (κοινώς “κωλοτούμπας”) προτείνει κατάργηση συντάξεων (εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσήλικας ή υπερήλικας που το παίζει νεαρό τεκνό και τζόβενο σαν να ήταν στα ντουζένια του και την πέφτει σε πιτσιρίκες, ή έχει άλλες συνήθειες νεαρών, λ.χ. τραγουδάει στη γιουροβύζιον. Βλ. και πουρέιντζερ / πουρέιτζερ, πουρέιβερ, πουρόκερ κ.τ.ό.

Πάσα: Γκάτσμαν.

o danths ap thn alli vgike toso sigouros kai kala gia th prwtia me ta ksekola(den lew tou rouva forousan ligotera alla to proklitiko thewrw oti exei na kanei me to ti foras k oxi me to ti megethos exei)kai aftos san na thele na to paiksei palikaraki to gerontotekno.. (Εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί από τον Γ. Μητσικώστα για τους εν γένει άρχοντες ενός τόπου δια στόματος (υποτίθεται) αρχηγού κόμματος.

Καλησπερίζω τα βόδια... Πάτε και ψηφίζετε με κλειστά μάτια και μετά κλαίτε που καθηλώνονται οι συντάξεις... και μιλάτε για κεφαλικό φόρο και άλλα καραγκιοζιλίκια... Τυχεροί είστε που δεν φορολογούν τη μαλθακία που σας δέρνει... Βλαμεναραίοι!!!

Τι περιμένατε ρε ζώα, να σας δώσουν λεφτά αυτοί που πάτε και ψηφίζετε; Θέλατε τους Λαμογιολιγουραίους... Φάτε σκατά τώρα... Βόδια και Αγελάδες...

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεντζερέ-μπόι είναι στέλεχος τράπεζας κυρίως, αλλά και των ΔΕΚΟ κτλ. που υφίσταται μείον σε αμοιβές, κύρος κτλ (από χρυσό σε ασήμι και τώρα χάλκινο). Πρώτα ήτανε τα πρωτοκλασάτα γκόλντεν μπόιζ με τις εξωπραγματικές αμοιβές, τα χλιδάτα κάρα (βλέπε καγιέν), τα λαπτοπ και το κινητό (που μόνο καφέ δεν ψήνει). Καθως σφίξανε σιγά-σιγά τα πράγματα, τα γκόλντεν μπόιζ γίνανε σίλβερ μπόιζ, ε τώρα έχουνε γίνει χάλκιν μπόιζ..

Αλλά επειδή δεν είναι δόκιμος ο όρος χάλκιν μπόι και είναι και πιο περιγραφικό της υποβάθμισης αυτής, λέγονται (ν)τεντζερέ μπόι... από το χάλκινο σκεύος -και όχι μόνο, τον τεντζερέ.

Τεντζερέ μπόι, καλά αμειβόμενο στέλεχος με μπάρμπα στην Κορώνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος.

(Φρεσκότατο)

Ενας 43χρονος τορναδόρος από την Κρήτη εμφανίζεται ως ο αποστολέας - με τα αρχικά Γ. Β. - των ηλεκτρονικών κειμένων που έγραφαν για χρεoκοπία της χώρας και που προκάλεσαν την έντονη αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Ο εμφανιζόμενος σαν στέλεχος μεγάλης τράπεζας, με «εσωτερική πληροφόρηση» για την οικονομική κατάσταση της χώρας, φαίνεται ότι ήταν τελικώς χειριστής... τόρνου! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάπη του για την τετρακίνηση εκτός δρόµου είναι δεδοµένη. Λάτρης των οικογενειακών εκδροµών στην ύπαιθρο, σε µέρη όπου τα άλλα αυτοκίνητα είναι αδύνατο να τα βγάλουν πέρα. Στον ιδιοκτήτη τζιπ, οι συνήθειές του είναι τα τριήµερα µέχρι και πολυήµερα µακρινά ταξίδια του µέσα από λαγκάδια, βουνά, λάσπες, νερά και χιόνια.

Περασμένα μεγαλεία ρε φίλε, πρόπερσι είχαμε πάει Καιμακτσαλάν... αλλά τώρα με αυτή την κρίση δεν έχει τέτοια, το σκεφτόμαστε και για Παρνασσό.

τζιπατος φωτο (από stratos98, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση-αμερικλανιά. Εισήχθη στα χωρικά μας ύδατα τρεντικώ τώ τρόπω (σε συνδυασμό με τα διάφορα χελόου, θένκζ, ομιτζί και πάει λέγοντας) αλλά τείνει να παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη.

Ελληνιστί: Παιδιά, φιλαράκια, μάγκες.Τζυμπριακά: Πεθκιά.

- Τσαγιάζω;! Πω πω...έχω μείνει πίσω στις σλανγκιές.
- Γκάιζ είναι ευρέως γνωστό, μου κάνει εντύπωση πως δεν είχε παίξει ως τώρα..
(διάλογος σλάνγκων)

- Έψαξα όλο το αρχείο, αλλά δεν βρήκα τον φάκελο που μου ζητήσατε. Σόρυ γκάιζ, σφάλμα 404.
(παράδειγμα λήμματος)

- θενκς γκαϊζ (υπόκλιση)
(σχόλιο σλανγκέσσας)

Γκάι(φυλια)ζ (από perkins, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο μιας κάποιας ηλικίας με καράφλα αλλά και κοτσίδα ή υπόλοιπο κόμης και μακρύ μαλλί, ή τύπος που ξεχάστηκε στη δεκαετία του '70 και απλά ο χρόνος έδειξε τα σημάδια του. Σιτεμένος κατά κανόνα λάτρης της εποχής των χίπηδων που τώρα τους ανακάλυψε, ή τώρα τόλμησε, αλλά το αποτέλεσμα του ντυσίματος / εμφάνισης είναι ολίγον αστείο ή και θλιβερό.

  1. - Πω,πω μηχανάρα πού' φτιαξε ο τυπάς! Χάρλευ δεν είναι ρε συ;
    - Ναι μωρέ,την έχει ένας καραφλόχιπας 55άρης γείτονας που την είδε born to be wild κι έτσι...

  2. - Άτσα εμφάνιση ο σιτεμένος...καπελάκι μαλλούρα και το πιπινάκι δίπλα! Μια χαρά τον κόβω...
    - Έλα καημένε ξεκόλλα με τον καραφλόχιπα!

  3. - Μιμίκα τι λέει με τον μεγαλωμένο; Πολύ παρέα σε βλέπω τελευταία...
    - Όχι μωρέ, τίποτα σοβαρό..
    - Καλά ντάξ...σιτεμένος ο καραφλόχιπας αλλά μην τον υποτιμάς...

για του λόγου το αληθές... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified