Further tags

Σκανδιναβικής προελεύσεως ξανθός, τερατώδης, φοβιστικός, άρειος νεανίας ανω των 150 kgr, ύψους 2m και άνω, με μύες Σβαρτσενέγκερ και IQ 0,3 και κάτω!!!

  1. Την έπεσα σε μια σουηδέζα, αλλά είχε μαζί και ένα ούργκεν που με κυνηγούσε να με πλακώσει!!

  2. Πάω γυμναστήριο για να γίνω ούργκεν!!

  3. Φάε ενα ούργκεν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης μουσικού στούντιο (οποιουδήποτε προσανατολισμού). Ενίοτε, ως στουντιάς μπορεί να αποκαλείται (καταχρηστικά) ο υπάλληλος / ηχολήπτης / λίγο απ' όλα πίσω απ' την κονσόλα τυπάς που βρίσκεται στον χώρο, όταν ο κατεξοχήν στουντιάς την έχει κάνει (προσωρινά ή μη) για διάφορους λόγους από το στούντιο.

  1. Γενικά από την behringer μόνο ορισμένα πεταλάκια της συμπαθώ!!! Και να απαντήσω στον φίλο X-minor τα αλλουμινένια ηχεία εγώ προσωπικά τα λατρεύω... Είχα και εγώ την επιφύλαξή μου όταν τα πρωτοείδα αλλά όταν έπαιξα στην 4x10 καμπίνα της Hartke με την gallien μου έπαθα πλάκα... Δεν έχω ακούσει καλύτερο συνδιασμό... Και ο στουντιάς που τα είχε μου είπε πως είναι πολύ λιγότερο ευπαθή από τα άλλα... (Εδώ)

  2. Απο δω και περα,κριτηριο για το αν παμε σε ενα στουντιο ή οχι 8α ειναι και αν εχει τσαμπα cafe... επισης αν μας κερασει pizza ο στουντιάς ή αν μας κανει και το τραπεζι ακομα καλυτερα ... (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενος με υψηλές αποδοχές, που δεν τελεί υπό υπαλληλική σχέση, και αλλάζει συχνά εργοδότη. Από το αγγλικό free-lancer.

Έχω μια φίλη που δουλεύει φρηλάτζα σε μια πολυεθνική.

Δες και φαινόμενο λάινσμαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτεριστικός επιθετικός προσδιορισμός επηρεασμένος από τα αγγλικάνικα και συνώνυμος με την ωλ τάϊμ κλάσικ λέξη καφρομεταλλάς.

Η γέννηση της λέξεως οφείλεται στο γεγονός ότι σε κάποια μέταλ τραγούδια οι αοιδοί, είτε υπάρχει στους στίχους ή στο ξεκούδουνο, φωνάζουν πολλές φορές «DIE DIE DIE!!!»

Είθισται να χρησιμοποιείται από ξεπεσμένους εντεχνindies ή λατερνατίβους (με φανερά υποτιμητικό ή ενίοτε χιουμοριστικό τρόπο) που η συνήθης και αγαπημένη τους ασχολία είναι να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το εκάστοτε ευαγές ίδρυμα που έχει ψωladies night.

- Tο βράδυ είπαμε να βγούμε να τα σπάσουμε σε κάνα Καρδαμίλη. Θα' χει λέιντις νάιτ με είπαν. Ψήνεσαι;
- Τι, σήμερα; Δεν παίζει. Κανόνισα να βγω με μια σειρά μου.
- Ε ας έρθει κ αυτός ρε, δεν τρέχει κάστανο.
- Όχι ρε συ αυτός είναι νταϊντάης, δεν παίζει να την παλέψει με τους σκύλους.

(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοϊσπανοειδές συνώνυμο του στόκου, ήτοι του εντελώς-παντελώς ηλιθίου, του εγκεφαλικώς νεκρού.

Ετυμ.: στόκος (ελληνοποιημένη λέξη) + -αδόρ (-ador, ισπανική κατάληξη ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) +ελ (el=άρθρο) !!!!

σ.σ.: ελ στοκάρε: ψευδοϊταλοειδής παραλλαγή της ως άνω λέξεως!!!

  1. - Τήρα να ιδείς τι έκαμε ο ελ στοκάρε!!
  1. - Τι ψάχνεις να βρεις, αφού το άτομο είναι ελ στοκαδόρ!

  2. - Άμα είσαι ελ στοκαδόρ, τι να τα κάνεις τα λεφτά!!!

  3. - Φάε έναν ελ στοκάρε!!!

Βλ. και στοκαμπίλιτι, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπιν (spin), εις την αγγλική, σημαίνει κάνω κύκλους, στροβιλίζομαι ή στροβιλίζω. Στην Κβαντομηχανική (όπου και το ντοκτορά μου) είναι η ιδιοστροφορμή των σωματιδίων.

Επίσης ο όρος σπινιάρω, χρησιμοποιείται και από κάθε λογής κάγκουρες για να περιγράψει την άσκοπη περιστροφή των τροχών (δηλαδή την περιστροφή που δεν μετατρέπεται σε κίνηση), π.χ. στο burn out.

Επαγωγικά, σπιναρισμένος είναι αυτός που:

α) έχει πάρει τόσες στροφές το μυαλό του (με ή χωρίς την βοήθεια ουσιών), που τώρα πια γυρίζει άσκοπα. Άσκοπα δλδ χωρίς να παράγει κάτι. Με λίγα λόγια ο καμένος.

β) ο θεοπάλαβος, με την καλή έννοια. Αυτός που του λείπουν κάποια δράμια για να συμπληρώσει τα τετρακόσσια. Αυτός που δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, διότι ο εγκέφαλος του γυρίζει σε διαφορετικές στροφές. Έξω από τις συχνότητες των άλλων ατόμων.

Εννίοτε χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σαν προσφώνηση, αντικαθιστώντας το «μαλάκας», «τρόμπας», «τρελός» κ.λ.π.

  1. - Ρε, πήρε το μάτι σας τον αδελφό του Τακη;
    - Σαν ζόμπι ήταν την τελευταία φορά που τον είδα..
    - Ναι, είναι καλά σπιναρισμένος, δύσκολο να επανέλθει.
    - Κρίμα...
    - Αμ, κρίμα δεν είναι. Κι εμεις δοκιμάσαμε, αλλά όχι αυτά τα γαμημένα τα χημικά. Αυτά σε τρελλαίνουν, ρε μάγκα μου. Μια χαρά παληκάρι, και γυρνάει σα φύτουκλας....

  2. - Έλα, ο Κώστας είμαι...
    - Ναι, λέγε...
    - Δώσε μου να μιλήσω στον άλλο τον σπινιαρισμένο...
    - Αμέσως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ήσυχος και δεν αντιδρά ποτέ και που συνήθως τον κάνουν ό,τι θέλουν.

Ο κατευθυνόμενος, ο πολύ ήσυχος μέχρι βλακείας...

Πολλά χρόνια λέμε τη λέξη, αλλά μόνο όταν άρχισα να ασχολούμαι με ίντερνετ και υπολογιστές κατάλαβα από πού βγαίνει. Από τον ορισμό των κομπιουτεράκηδων λογκόφ, που σημαίνει απενεργοποιημένο...

  1. - Τα νέα οικονομικά μέτρα μας έχουν ξεσκίσει...
    - Καλά να πάθετε, αφού είστε λογκόφ και δεν ξεσηκωνόσαστε !

  2. - Θέλω να σκάψω έναν βόθρο στο εξοχικό, αλλά δεν μπαίνει μηχάνημα και δεν ξέρω τι να κάνω...
    - Πάρε δυο λογκόφια να το σκάψουν.

  3. - Χθες κουνήθηκα με την γκόμενα του Τάκη και τώρα φοβάμαι να τον συναντήσω...
    - Μην φοβάσαι καθόλου, ο τύπος είναι λογκόφ.

(από Πούτσαρς, 22/03/10)Άλλος τύπος λογκόφ... (από Πούτσαρς, 22/03/10)

βλ. και λογκάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ενίοτε κομψευόμενος. Δεν τον ενδιαφέρει και τόσο το σεξ, όσο το να διαδίδει ιστορίες για το πόσο αρέσει, κ.τ.ό.

Συνώνυμα: χαλιαμπάλιας, φλιάφλιας.

- Ήρθε πάλι εκείνος ο τιριτόμπας ο Τόλης και μας τα 'πρηξε... Τον γουστάρει, λέει, η Τζίνα... - Ε, τον αρχίφλωρο!

(από Vrastaman, 27/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για ένα μάτσο ροχάλες. Για ένα κάρο ροχάλες.

Απαξία ευρέος φάσματος, όπως λέμε αντιβίωση ευρέος φάσματος.

-For a bunch of ροχάλες κατάντησε η Κατίνα έτσι πως την έκαναν οι πλαστικοί χασάπηδες... -Τα θελε μωρή ο κώλος τις αφού πήγε σε χασάπηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified