Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.
Γράφεται και «φιρί φιρί».
Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!
Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.
Γράφεται και «φιρί φιρί».
Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.
- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίχτης που στερείται τεχνικής κατάρτισης, ο αούγκανος ή ζούγκλος της ομάδας. Ενθουσιώδης πλην άμπαλος, αντί να κοντρολάρει ομαλά τη μπάλα με το coup de pied, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το καλάμι του, δηλ. την κνήμη, το δεύτερο μαζί με το βραχιόνιο σε μήκος οστούν του ανθρωπίνου σώματος που υπολείπεται μόνο του μηριαίου και που στην πρόσθια επιφάνεια του βρίσκεται αμέσως κάτωθεν του δέρματος ==> άρα σκληρή, ανένδοτη επιφάνεια ==> ελαστική κρούση της μπάλας ==> γκελάρισμα και απώλεια του ελέγχου της τελευταίας.
Οι καλαμοκοντρόλερς προκαλούν τη θυμηδία της εξέδρας σε κάθε τους ενέργεια, που μεταρσιώνεται σε μπινελίκια, βρισιές, φτυσιές και εκτόξευση κύπελων καφέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε περίπτωση που το αποτυχημένο κοντρόλ οδηγήσει σε απώλεια ευκαιρίας ή, αντίστοιχα, σε κίνδυνο για την ομάδα τους.
Χαρακτηριστικοί τύποι καλαμοκοντρόλερ των ελληνικών γηπέδων έχουν υπάρξει οι Τζακ Καλλιτζάκης, Γιώργος -Member of the Parliament - Ανατολάκης, Γιώργος Αμαν-Αμάν Αμανατίδης, κ.α.
- Πήρατε κάνα γκαλό στόπερ ή θα συνεχίζετε να παίζετε με τον καλαμοκοντρόλερ;
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει την πλήρη απώλεια επικοινωνίας στην οποία έχει περιέλθει ένα άτομο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία μαζί του. Η κατάσταση «οφλάιν» συνδέεται άρρηκτα με την προσωρινή προβληματική εγκεφαλική επεξεργασία, που συνήθως οφείλεται είτε:
Στην ανεπαρκή αντιληπτική λειτουργία, ως νομοτελειακό επακόλουθο μιας προηγηθείσας κατάστασης νιρβάνας.
Πατέρες του λήμματος είναι οι nerds που περνούν αναρίθμητες ώρες στα netcafe cyber-iάζοντας, και παραλληλίζουν την ανικανότητα κάποιου να γίνει δέκτης πληροφοριών με αυτή ενός αποσυνδεδεμένου από το internet υπολογιστή.
- Έχω παπάδες... πάμε για προ...;
- Προ...; μα δεν έχουμε playstation...
- Omg ρε μαν... είσαι οφλάιν τελείως... να πιούμε κάνα γάρο εννοώ...
- Πωωω , φίλε!! Βγήκε το ironman 2, πάμε να το δούμε;;
(ξύπνημα από φάση νιρβάνας)
- Εεεεε; τι είπες ρε ;
- Καλά... άσ' το... τσάμπα χάνω τα λόγια μου... εσύ είσαι οφλάιν...
Got a better definition? Add it!
Ή αλλιώς care bear.
Γνωστό από τις ξένες παιδικές ταινίες Care bears και τις πασίγνωστες ομώνυμες ευχετήριες κάρτες.
Ο παραπάνω όρος έχει πολλαπλές χρήσεις στην σλανγκ :
1) Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον ο οποίος είναι υπερβολικά συναισθηματικός και στεναχωριέται / κλαίει με το παραμικρό, κοροϊδεύοντάς τον γι' αυτό το χαρακτηριστικό που μας θυμίζει τ' αρκουδάκια της αγάπης.
2) Για κάποιον / κάποια που δίνει σημασία στην παραμικρή αρνητική λεπτομέρεια και μας προκαλεί διόγκωση του όσχεου με την κλάψα του / της.
- Με πήρε η Ελευθερία σήμερα και κλαιγόταν γιατί χτες της είπες ότι η μηλόπιτα που έφτιαξε ήταν για τον πέοντα...
- Χέσε μας ρε μεγάλε, με την γκόμενα σου το κερ μπερ.
- Πού 'σαι ρε; Τι έκανες χτες;
- Είχαμε πάει με τον Ανδρέα παραλία για ποτό μωρέ, αλλά το κερ μπερ είδε την πανσέληνο κι άρχισε να κλαίει...
- Μεγάλος νατκράκερ.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που αποφεύγει να την πέσει στο αντίθετο φύλλο πάση θυσία. Συνήθως αναφέρεται σε αρσενικά χαμηλού προφίλ και αυτοπεποίθησης και μεγάλο ιστορικό σε χυλόπιτες.
Οι σέντερ μπακ, ακόμη κι ύστερα από προτροπή της υπόλοιπης παρέας, αρνούνται ν' ανοίξουν κουβέντα σ' οποιοδήποτε θηλυκό, ακόμη κ αν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σκοραρίσματος.
- Ρε τύρο, χώσου στο ροπού! Δεν βλέπεις πως σε κοζάρει τόση ώρα;
- Άσε με ρε, δεν το 'χω..
- Έχουν δίκιο οι άλλοι που σε λένε σέντερ μπακ!
Got a better definition? Add it!
Νεόκοπη μεταγραφή του αγγλικανικού dead meat. Αποδίδει φωτορεαλιστικά την έννοια ενός πτώματος που είναι χώμα αλλά και οιουδήποτε καμένου ή κατεστραμμένου ανθρώπα.
Αγγλιστί: dead meat.
- Εκεί πέρα που άρχισε το τουϊστ της ταινίας εγώ κοιμήθηκα...ήμουνα ντεντ ... ντεντ μιτ!
(Sugarenia & Stelabouras make a podcast, επεισόδιο 33, 37'00)
- Παίδες θα ερχόμουν και εγώ αλλά σήμερα η αφεντομουτσουνάρα μου πήρε το βάπτισμα του πυρός στο Poikilos mountain και είμαι ντεντ μιτ καλά να περάσετε φάτε και λίγη προβατίνα και για μας...
(κουρασμένος ποδηλάτης, εδώ)
- Κανείς τους όμως δε θα καταλάβει ποτέ πως φεύγει το μυαλό ενός μανιοκαταθλιπτικού, εκτός αν πάσχει ο ίδιος. Κι ο μαλάκας ο γιατρός μου! Γιατί σκάω το 50άρικο, αν είναι να μην απαντάει στις κλήσεις μου; Αντώνη, να προσέχεις. Εγώ υπήρξα τυχερή και ζω ακόμη! Με τις μαλακίες που έχω κάνει σε φάση μανίας, θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι dead meat τώρα...
(εδώ)
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι κομμάτια, ζόμπι, κομμένος, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).
Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από τα κατά τα άλλα συμπαθέστατα κατοικίδια και χαρακτηρίζει τον άνδρα που στερείται τόλμης σε θέματα προσέγγισης του αντίθετου φύλου. Αντίθετο του ντόπερμαν.
- Ρε φίλε, εδώ είναι όλοι κανίς. Δεν την πέφτει κανείς.
- Και γιατί ακριβώς είναι κακό για σένα αυτό;
- Ε ρε μαλάκα, ένα ντόπερμαν σαν και μένα χρειάζεται και λίγο ανταγωνισμό για να αισθανθεί στο στοιχείο του.
- Καλά, κατέβα Πειραιά τότε να τα γαμήσουμε όλα.
Got a better definition? Add it!
Παλιά, κλασική αλλά ανθεκτική σλανγκοκουβέντα που απευθύνεται σε κάποιον για να του δείξουμε ότι κάνει ή έκανε κάτι πολύ γαμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρήμα «δίνω» στον κατάλληλο τύπο (π.χ. ο Χ έδωσε ρεσιτάλ!), σήμερα όμως ακούγεται περισσότερο σκέτο.
Από το μουσικό όρο «ρεσιτάλ», που στην Ελλάδα σήμαινε «συναυλία» μέχρι τη δεκαετία των σέβεντηζ.
- Πώς περάσατε χτες με τους μαλάκες;
- Αα... ο Κώστας έδωσε ρεσιτάλ, σε λέω!
- Γουστάρεις ρε καριόλη; Καλά δεν τα λέω;
- Ρεσιτάλ, αγόρι μου! Ρε-σι-τάλ!
Σχετικό: σολάρω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified