Further tags

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ελλήνων της Νότιας Αφρικής. Κολοράτος είναι ο colored, ο έγχρωμος, ο άνθρωπος που δεν ανήκει ούτε στην λευκή φυλή ούτε στην μαύρη. Κυρίως αναφέρεται στους μιγάδες (αλλά και σε άλλους, όπως μπορείτε να δείτε εδώ).

Βλ. και μελαχρινός, με τα εκεί σχόλια.

Από εδώ:

Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί το κ.κ. είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν. Όλοι οι άλλοι π.χ. το νοτιοαφρικανικο κονγκρέσο που κυβερνά σήμερα (Μαντέλα) δεν αναγνώριζαν τους κολοράτους.

Got a better definition? Add it!

Published

Υψηλόβαθμο στέλεχος εταιρείας. Ο Project Manager πιο συγκεκριμένα.

Προέρχεται από το «Run τα plan» («τρέχω» / καταστρώνω πλάνο). Χρησιμοποιείται υπονομευτικά και με μειωτική διάθεση.

- Τι έγινε στο meeting;
- Άσε... ο Ραντανπλάν νομίζει ότι απασχολούμε 100 άτομα. Ούτε του χρόνου δεν θα τελειώσει αυτό το project!

(από Vrastaman, 21/11/10)O Rantanplan (από allivegp, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου τσόπερ (chopper). Συνώνυμος συχνά και του χαρλεά, εφόσον οδηγεί μοτοσυκλέτα μάρκας Harley Davidson.

Στην Ελλάδα πρόκειται συνήθως για φραγκάτους παλιοροκάδες, με ουδεμία σχέση με το σπορ του δικυκλισμού, που κυκλοφορούν με πανάκριβα δερμάτινα και αξεσουάρ Harley Davidson, πάνω σε εξίσου πανάκριβες και άχρηστες τσόπερ (κατά προτίμηση Harley) μοτοσυκλέτες.

Και σκάει μύτη ένας τσοπεράς με δερμάτινα παντελόνια, σκουλαρίκια, μαλούρα και μια κοιλιά να! Και μετά μαθαίνω ότι είναι διευθυντής σε πολυεθνική! Πολύ φλωριά ρε φίλε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας μάρκας Harley Davidson. Συχνά, από τον τύπο της εν λόγω μοτοσυκλέτας (τσόπερ) αναφέρεται και ως τσοπεράς.

Πέτυχα ένα χαρλεά στο φανάρι και με ξεκούφανε με την κωλοεξάτμισή του! Σαν τρακτέρ έκανε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου στριτ (street), δηλαδή μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού κατάλληλης για ταχύτητα σε ομαλό δρόμο.

- Ωραίο εργαλείο ρε Μήτσο! Μας έγινες στριτάς τώρα;
- Εντάξει, το βαρέθηκα το χώμα. Θέλω λίγη άσφαλτο και γκάζια πια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου εντούρο (enduro), δηλαδή ελαφρού δικύκλου με υψηλές αναρτήσεις, ιδανικού για διαδρομές στο χώμα και στη λάσπη.

Αυτούς τους εντουράδες δεν τους μπορώ. Βρωμοκοπάνε ορυκτέλαια τα ρούχα τους όλη την ώρα!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σαβουρογάμη. Ο άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται σεξουαλικά με οποιαδήποτε γυναίκα, ασχέτως αν του αρέσει ή όχι. Προέρχεται δε από την γνωστή έκφραση: «ότι κινείται εκτελείται».

Συζήτηση μεταξύ φιλενάδων...
- Μου την έπεσε ο Σταύρος. Τον ξέρεις; Είναι της προκοπής;
- Άσ'το φιλενάδα... Αυτός πάει με όποια να 'ναι... Είναι μεγάλος μπαζοκίλλερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

GFE = Girl Friend Experience.

Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.

- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

PSE = Porn Star Experience.

Λέξη από τη διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως πορνοστάρ (ό,τι βλέπετε στις τσόντες).

- Φίλε, πήρα τη Λάουρα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! χαλαρά και sexy; gfe;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ pse κατάσταση. Λες και παίζαμε σε τσόντα!
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified