Further tags

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθό πέος, η ψωλή (που βέβαια πάει καμαρωτό - καμαρωτό κι άκαμπτο όπως ένας τσολιάς).

Εξ ού και τα εξαιρετικά από άλλους φίλους αποθησαυρισμένα και αλλού παρατιθέμενα:

  1. Τσολιάς στ' αρχίδια μας γι' αυτόν που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να μας κάνει κουμάντο:
    - Ίσα ρε!! που θα μας πεις τι και πώς. Τσολιά στ' αρχίδια μας σε βάλαμε;

  2. Η ειρωνική προσφώνηση σε φίλους άνδρες:
    - Καλώς τον τσολιά!! Πού γύρναγες; ... που είναι παρόμοιο του: Καλώς τ' αρχίδια μας

  3. Το προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό στο τάβλι (αφού κι η τεντωμένη ψωλή είναι αυτή που... προπορεύεται οπτικά ολόκληρου του σώματος).
    - Γαμώ την καταδίκη μου!! Μου πλάκωσε πάλι τον τσολιά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εθισμένος με την ταχύτητα, αυτός που ερεθίζεται με το να ανοίγει το γκάζι του οχήματός του όπου και όποτε μπορεί.

Κι εκεί που πήγαινα ήσυχα κι ωραία στην Παραλιακή, μου την πέφτει ένας καβλογκαζάκιας από πίσω και ήθελε κόντρες!

βλ. και γκαβλόγκαζος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά

  2. ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά

  3. στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.

Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.

2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»

2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.

3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.

(από Vrastaman, 01/11/10)Πάμε πάλι... (από HODJAS, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τσιμπουκλού που πολύ το γουστάρει. Προφανώς από το καβλί + το ηχητικό «σλουρπ» που δηλώνει λαίμαργη ευχαρίστηση.

  2. Η άτσαλη τσιμπουκλού που από περήφανο τσολιά σου τον κάνει σκέτο λούρπακ. Εξού και καβλοσλούρπακ.

- Πώς πήγε ψες με την Πόπη;
- Γαμάτα!! Καβλοσλούρπα με τα όλα της. Με στράγγιξε σε χρόνο ντετέ. Κι εσύ με τη Φώφη;
- Γάμα τα!! Μου βγήκε καβλοσλούρπακ. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Ξανά μόνο με βετεράνο.

Βούτυρο Λούρπακ - πριν το περιλάβει η εξαιρετική και το λιώσει (από poniroskylo, 06/11/10)Σκέτο σλουρπ. (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυλιάρα γυναίκα, το τουμπανάκι, αλλά λίγο ψηλότερη από το καυλοράπανο.

- Πώωωω πω!!!Τι καυλοτσέκουρο είσαι εσύ μωρό μου;;;; Να σε βάλω κάτω να σου ρουφήξω τη μελίγκρα, να σε σφάξω στο γόνυ σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει τόσες πολλές σεξουαλικές εμπειρίες που τα γύρω αρσενικά δεν την σέβονται και την θεωρούν γενικά πολύ εύκολο στόχο. Με αποτέλεσμα να μην αποτελεί επιτυχία μια νύχτα μαζί της.

- Μαλάκα Νίκο, πήρα το Σοφάκι εχτές ρε φίλε!
- Σιγά την ψωλοκρεμάστρα ρε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified