Further tags

Αυτός που εκσπερματίζει, την στιγμή ακριβώς που εκσπερματίζει. Παρομοιάζεται δηλαδή το «να φέρνεις» το σπέρμα, με το να φέρνεις γάλα, όπως ο γαλατάς. Λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις που βγάζεις κάποιον /-αν ασπροπρόσωπο/η. Αυτός είναι ο γαλατάς χωρίς καρούμπαλο, γιατί υπάρχει και ο γαλατάς με το μπλε καρούμπαλο.

- Ναι, μωρό μου, ναι, ναι, έρχεται ο γαλατάς. Ο ΓΑΛΑΤΑΣ. Αργκχνοθξαβμησθςγσμανζμ,ανκηξσ

(από Khan, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ήδη καταχωρημένου ορισμού, η έκφραση το ματώνω σημαίνει, για γυναίκες, ενδίδω στην αυτοϊκανοποίηση τόσο συχνά και με τόση όρεξη και αφοσίωση που το παρακάνω και το ταλαιπωρώ το γατάκι.

[Based on a true dialogue, Λύκειο, οι ορμόνες μέσα μας κάνουν επανάσταση. Μαρία: μαγκιόρα συμμαθήτρια, θρυλικά μεγάλο στήθος από έφηβη]

- Μαρία πήγες πουθενά για καλοκαίρι;
- Χαλκιδική με τους γονείς μου και μετά κατασκήνωση για κορίτσια.
- Α ρε Μαρία... Τις φαντάζομαι εκεί αθώες και ανέγγιχτες, με τις πυτζαμούλες τους, μαξιλαροπόλεμοι, αλληλοχτενίσματα και αλληλοβαψίματα, γκαυλώνω, χαχαχα!
- Νταξ ρε Πάτση, ας ερχόσουν να με δεις, κερδισμένος θα 'βγαινες. Εκεί όλες το ματώνανε δεξιά κι αριστερά απ' τις γκαύλες, θα σε τρώγανε για δεκατιανό. Άκου ανέγγιχτες...
- Εε τ-τι λε ρε...
- Σού 'δωσα homework ε; Μη μασάς ρε που κάνουν τις Παναγίες, ξύπνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πούστης, άλλος ένας. Προφάνουσλυ από την σεξουαλική σημασία που έχει το σουβλάκι. Δηλαδή, όπως το θέτει ο μαρκήσιος, «το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν», αλλά σε εκδοχή γκέι τεκνού. Εννοείται ότι σούβλα είναι το πέος, και κρέας ο,τιδήποτε μπορεί το πέος να διατρυπήσει. Αν δεν το καταλάβατε ήδη, κι αν η Μες ήθελε έναν πιο ελλειπτικό ορισμό.

Πηγή: Κνάσος.

- Άντε από δω μωρή Λωξάντρα, μωρή σουβλίτσα!
(Κώστας Βουτσάς σε παρακμιακή ταινία των 70ς για τον άντρα του σπιτιού).

Ο Τελευταίος Άντρας. (από Dirty Talking, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιρτουόζος στη μαλακία. Τα απανωτά του σόλο των καθιστούν ανίκανο για την ανάθεση οποιασδήποτε εργασίας. Συνήθως έχει το ένα χέρι του βυθισμένο στα ζεστά τις περισσότερες ώρες του 24ώρου.

Πέτυχα ένα ψωλίστα στο ταμείο... έκανε 3 ώρες να μου δώσει σωστά ρέστα.

Βλ. και σχετικό λήμμα ψωλίστ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για gay κομμουνιστή, εκ των αρσενοκοίτης και κνίτης.

Για τα μάτια του κόσμου, οι καθαρόαιμοι κομμουνιστές ισχυρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί υποπροϊόν του καπιταλιστικού λαϊφστάιλ.

Το λαϊφστάλιν κρατάει μεν κλειστό το ντουλαπάκι στα αδιάκριτα μάτια των μικροαστών, στην πράξη όμως δεν αποτρέπει τους μυημένους προλετάριους όλους του κόσμου να ενώνονται σε ένα νον-στοπ ομοερωτικό καμπαρέ που μυρίζει θυμάρι, φασκόμηλο και εργατιά!

Ασιστ: Τζιμάκος Πανούσης

Πανούσης: - Με το γεγονός ότι αρνήθηκες να αναλάβεις μάνατζερ του Εφραίμ και της Πελέκη για να βοηθήσεις να βγουν από τα δύσκολα, αληθεύει ότι στην έπεσε ο Αρσένιος τραμπούκικα ως πρώην Κνίτης;

Ψινάκης: - Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός δεν πρέπει να κάνουμε και τόση πλάκα όταν είναι επαγγελματικό το θέμα...

Πανούσης: - Όχι, εγώ το λέω σοβαρά, από αυτά που έχω διαβάσει το ξύλο που σου έριξε ο αρσενοκνίτης είχε επιπτώσεις στο προσωπικό σου τράβηγμα ή τα βρήκατε μετά και...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συντομογραφία της λέξης ντιγκιντάγκας, που σημαίνει μαλάκας. Τη λέξη«ντίγκης» τη χρησιμοποιούμε κυρίως για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος βρίσκεται στην ίδια παρέα με εμάς, θέλουμε να τον βρίσουμε και ταυτόχρονα δεν θέλουμε να το καταλάβει.

Κοίτα τον Γιώργο, πολύ ντίγκης ρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενειακός, old school χαρακτηρισμός χυμώδους γυναίκας με καπούλια καθαρόαιμου και γεμάτα κουμπούρια. Της γυναίκας δηλαδή που θα αναστατώσει τους πάντες στο πέρασμά της, που θα κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν και τα σάλια να τρέξουν. Δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, η περιρρέουσα θηλυκότητα κάνει τη διαφορά.

Η αυθόρμητη φαντασίωση που οφείλει να ξυπνά στον θαυμαστή μια φρεγάτα είναι μια δροσερή βουτιά στις πλούσιες καμπύλες της, ένα παραδοσιακό ορμητικό χούφτωμα στα γεμάτα οπίσθια με προαιρετική αναφώνηση «μανάρα μου» και ΟΧΙ απλά τη διάθεση να τη πηδήξει σα σκυλί χωρίς να πάρει καν μυρωδιά γνήσιου θηλυκού.

- Πω πω μάγκα τί αρχοντομούνι είναι αυτό;
- Φρεγάτα γυναίκα ρε καρντάσι, το παίρνει μαλλί και το βγάζει πουλόβερ.

ναυαρχίδα... (από palathuelos, 30/05/09)(από palathuelos, 30/05/09)φρεγάδα μου! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κωλόμπας. Ο επαγγελματίας σκύφτης. Αυτός που πιάνει το σαπούνι σε όλα τα ντούς.

  2. Ο πολιτικός που αλλάζει πολλά κόμματα.

  3. Ο μαλάκας στο χώρο της δουλειάς. Ο ημίχαζος που τον πατάνε (κυριλέ έκφραση) όλοι, από το αφεντικό ως τον καινούργιο.

Σαπουνομαζώχτρα ο κύριος. Φίρμα την ημέρα, το βράδυ καμαριέρα.

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά... (από Marco De Sade, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified