Αυτός που του αρέσει να μυρίζει (ρουφάει) πορδές.
Λέγεται και πορδορούφης.
Ο Γιάννης κλάνει συνέχεια σε κλειστούς χώρους. Είναι μεγάλος πορδορούφης!
Αυτός που του αρέσει να μυρίζει (ρουφάει) πορδές.
Λέγεται και πορδορούφης.
Ο Γιάννης κλάνει συνέχεια σε κλειστούς χώρους. Είναι μεγάλος πορδορούφης!
Got a better definition? Add it!
Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.
-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!
Got a better definition? Add it!
Το πανί που εκτελούσε χρέη πάμπερς. Μεταφορικά, αντίστοιχο του «μουνόπανο».
Μεγάλο κωλόπανο ο Νενέκος! Συγχύστηκα βραδιάτικα με τον αλήτη!
Got a better definition? Add it!
Published
Παρακαλώ με τρόπο εξευτελιστικό, προκειμένου να εξυπηρετηθώ, είμαι δουλοπρεπής, γλείφτης, κόλακας, μετέρχομαι αθέμιτων μέσων, προκειμένου να πετύχω έναν στόχο, κυρίως εξυπηρετήσεων σε ισχυρούς τρίτους.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει ότι η πηγή αυτής της φράσης είναι πολύ ρεαλιστική! Ως «ποδιά» εννοείται η φουστανέλα των παλιών καλών Ελληνάρων (βλ. Αρβανίταρων, Βλάχων κ.ο.κ.) τσολιάδων μας. Οι οποίοι, κατά Πετρούπολο, δεν φορούσαν άλλο εσώρουχο, κι έτσι η Σοκολάτα-Μπανάνα πήγαινε κατευθείαν στην φουστανέλα. Το γεγονός αυτό τεκμαίρεται κι από τον ηρωϊκό θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος μέσα στο φόρτε της μάχης των Αθηνών, άρχισε τα μπινελίκια με τους Τούρκους, καταπώς λέει το σχετικό ανέκδοτο, και τότε ανασηκώνοντας την «ποδιά» του, τους έδειξε ευχερώς τον κώλο του, καθώς δεν φορούσε άλλο εσώρουχο. Στον οποίο κώλο και έφαγε, φευ, δύο σφαίρες από τους Τούρκους, που δεν εκτίμησαν τον αστεϊσμό. Οπότε «φιλάω κατουρημένες ποδιές», λεγόταν για αυτούς που ήταν διατεθειμένοι να φιλήσουν ακόμη και την «μπανάνα» φουστανέλα ενός τυρο-παραγωγού οπλαρχηγού. Σημειωτέον ότι αυτό το dress-code ήταν ευχερές και για τους πουστανελάδες.
Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ένας νονός, δέχεται τον μελλοντικό πρωθυπουργό και τον υποβάλλει σε ερωτηματολόγιο δεξιοτήτων:
- Σημαίες κατεβάζεις;
- Και με τα δύο χέρια, νονέ!
- Από ποδιές, πώς πάμε, φιλάς;
- Μόνο κατουρημένες!
- Συνταξιούχους, λιμενεργάτες, δέρνεις;
- Τους γαμώ την μάνα, νονέ.
- Συγχαρητήρια, καλώς ήρθες στην κυβέρνηση!
Got a better definition? Add it!
Ο βρώμικος μέχρι τρομοκρατίας.
-Τι μπιχλάντεν είσαι συ ρε; Βρωμάς από 'δω μέχρι Αμέρικα. Φύγε από δω.
Προφ λογοπαίγνιο με το Μπιν Λάντεν. Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ανθρωποδιώκτης. Από το ομώνυμο ζώο, που καθώς βρωμάει, διώχνει τους πάντες.
Πηγή: Mes.
Βάγγελας: Τι διάολο; Ασβός κατάντησα και δεν μπορώ να σταυρώσω γκόμενο;
Βλ. και: βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτονόητος ορισμός. Η «βρισιά» αυτή ακούστηκε σε ένα καυγά, μεταξύ δυο γριών, εν έτει 1975, έξω από το κτίριο της τότε Βιομηχανικής (για τους παλιούς).
Άντε μωρή σαμιαμιδογλειμμένη!
Got a better definition? Add it!
Παρέα από άτομα που κλάνουν συχνά.
Παρέα από άτομα που βρωμάνε.
Ομάδα αντιπαθητικών ατόμων.
Έσκασε μύτη στην πενταήμερη το πορδοκλιμάκιο του σχολείου.
Got a better definition? Add it!
Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:
Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).
Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)
Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!