Further tags

Ο άρτι αφιχθείς στρατιώτης στη μονάδα, ο οποίος προσπαθεί να προσπεράσει την υφιστάμενη ιεραρχική δομή και να αποφύγει τις δύσκολες υπηρεσίες. Θρασύς και κουτοπόνηρος, τοποθετείται ηθικά κοντά στον καβατζόπουστα.

Τι λες ρε πουστόνεο που δεν θα ξανακάνεις 12-3 σήμερα; Θα σου τεντώσω το κορμάκι!

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικά παλιός φαντάρος, ο οποίος αφενός απολύεται σε διάστημα μικρότερο του μηνός (λελέ), αφετέρου έχει βαρύνει τόσο που οι αντιδράσεις του εντός στρατοπέδου μπορούν να συγκριθούν μονάχα με τις κινήσεις του εν λόγω χαριτωμένου θηλαστικού («ελέφας»). Άλλη μία ευκαιρία να απονείμουμε τα εύσημα στον ΕΣ για τη συμβολή του στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας...

- Σήκω ρε μεγάλε, έχουμε φρουρά
- Ρε στραβάδι, 12 και σήμερα, πού να σηκωθώ ο λελέφας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σαμιώτισσα γκομενίτσα-πιπίνι, απωθημένο όλων των μη ντόπιων φαντάρων που υπηρετούν στη Σάμο (γνωστή και ως ζούγκλα). Χαρακτηριστική συμπεριφορά της ζουγκλίτσας να είναι άφαντη κατά τη διάρκεια της εξόδου των φαντάρων και να εμφανίζεται με πύρκαυλη εμφάνιση στα φανταρομάγαζα περίπου 11-15 λεπτά πριν μαζευτούν για το στρατόπεδο οι εξοδούχοι φαντάροι, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παίρνουν έξτρα δουλειά για τη σκοπιά. Προκαταρκτικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συνεύρεση ζουγκλίτσας με μη ντόπιο φαντάρο (ο οποίος σε λίγους μήνες θα απολυθεί και μην τον είδατε τον Παναή) προκαλεί μοιραία αλλεργική αντίδραση στις ζουγκλίτσες, με αποτέλεσμα να την αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Αφηγήσεις που αναφέρονται σε φασώματα φαντάρων με ζουγκλίτσες θα πρέπει να θεωρηθούν στρατιωτικοί μύθοι (military legends), κατ’ αντιστοιχία με τους αστικούς μύθους (urban legends).

- Πω, πω, ρε φίλε, είδες πως με μπάνιζε το πιπινάκι; Το έχω χαλαρά!
- Καλά, τραγούδα, ζουγκλίτσα είναι, άμα την ξαναδείς να με χέσεις, άκου τον παλιό…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Χρησιμοποιείται - προφανώς - απαξιωτικά επειδή οι ΔΕΑ είναι και αυτοί κληρωτοί, οι οποίοι επειδή πήραν ένα γαλόνι την βλέπουν κάπως. Συναντάται επίσης και ως «κωλαρχιδέα».

Κοίτα να δεις που μας διατάζει και ο Κωστάκης. Έγινε αρχιδέα και κάτι τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη κατάλοιπο της εμφύλιας διαμάχης που δίχασε τη χώρα στην περίοδο 1946-1949. Περιγράφει τους στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού, κοινώς γνωστούς ως αντάρτες. Η σύνθεση αποτελείται από τρεις λέξεις: κομμουνιστής, ληστής και συμμορίτης

Πού είναι ο υπουργός Παιδείας να επέμβει; Δε μπορεί τα παιδιά στο σχολείο να διδάσκονται για τους κομμουνιστοληστοσυμμορίτες, που αιματοκύλισαν τη χώρα!

κομ-μούνα (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος (υπαξιωματικός η αξιωματικός) του (πολεμικού) ναυτικού στην ιδιόλεκτο των κληρούχων (όσων υπηρετούν τη θητεία τους στο ναυτικό δηλαδή).

(Διάλογος μεταξύ ναυτών)
- Γιατί μαζεύτηκαν τα πιλάφια έξω;
- Θα 'γινε καμιά έκτακτη κλήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημιάρβυλο στο στρατό είναι ένα παπούτσι όπως η αρβύλα, μόνο που δεν είναι ψηλό σαν μπότα, αλλά σαν κανονικό παπούτσι. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω σε ποιες περιπτώσεις φοριέται, αλλά μάλλον από αξιωματικούς.

Μεταφορικά, ημιάρβυλο αποκαλείται ο φαντάρος που για κάποιο λόγο (πχ υπηκοότητα) έχει μειωμένη θητεία, συνήθως εξάμηνο.

Καμιά φορά για πλάκα, το παίζουν πιο παλιοί από τους λέουρες, με επιχείρημα ότι μετρώντας το χρόνο αντίστροφα τους μένουν λιγότερες μέρες μέχρι να απολυθούν, παρά έχουν λιγότερες μέρες στην πλάτη τους!

- Α ρε τη θητεία μου μέσα... Πώς θα την παλέψουμε ένα χρόνο;; Ευτυχώς που έχω εσένα και κάνουμε παρέα...
- Σε έξι μήνες θα 'σαι μόνος σου φιλαράκι! Απολύομαι!
- Γιατί ρε; Έχεις μπάρμπα κάνα στρατηγό;
- Γεννήθηκα Ιταλία!
- Α ρε ημιάρβυλο! Χάθηκε να πάνε οι γονείς μου κρουαζιέρα λίγες μέρες πριν γεννηθώ;; Την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτελών υπηρεσία καθαρισμού (τούρκικης) τουαλέτας στον ένδοξο ΕΣ.

Ο εκτελών με το ξύλο φονεύει τον δράκο κάτωθι του! (άντε βάλτε καμία εικόνα).

- Παντελίδη προάυλιο, Γαρατσίδη Άη Γιώργης, Χριστόφορου μαγειρεία...
-...την αδικία μου μέσα...

(από anma, 21/10/08)Αη Γιώργης Καζανιάρης! (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified