Further tags

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του Ζητά (μέλος της ομάδας Ζήτα της αστυνομίας).

- Φόρα το κράνος σου, νομίζω είδα ζήτουλες πιο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το ψάρι που τρέφεται και ζει στον πάτο (πυθμένα) της θάλασσας (πάτος + ψάρι --> πατόψαρο), σε αντίθεση με το αφρόψαρο που ζει κοντά στην επιφάνεια (αφρό) της θάλασσας (βλ. παράδειγμα 1).

Ακολουθώντας κατά γράμμα την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, τα πατόψαρα σταδιακά ανέβηκαν από τον βυθό και μάλιστα, περπατώντας στη στεριά, ευδοκίμησαν στα κλειστά οικοσυστήματα των στρατοπέδων. Σε ακόμα χειρότερη μοίρα από τους κοινούς ψάρακες, αφού η φυσική θέση των πατόψαρων είναι να σέρνονται στον πάτο, συναντώνται σε χρώμα χακί ή παραλλαγής (patopsarus piximus), λευκό (patopsarus vysmaticus) ή μπλε (patopsarus modistrus).

Διακρίνονται από τον λίγο καιρό που έχουν στον στρατό, από την πλήρη άγνοιά τους για το πώς λειτουργούν τα πράγματα εκεί (ή αν λειτουργούν εν γένει), από τις συχνές ερωτήσεις στους παλιούς και την ευπιστία στις απαντήσεις των τελευταίων, από το συχνό τους ψάρωμα, από την προθυμία/ευσυνειδησία τους (που στον στρατό δεν βγαίνει σε καλό) και από την ελλιπή ανάπτυξη των τομέων του εγκεφάλου που αφορούν στη λούφα και τη σπαρίλα.

Είδος κοινότατο, είναι γνωστό στην Ελλάδα και ως ψάρι, ψαρούκλα, ψάρακας, ψαράς, κωλόψαρο, ποντίκι, ποντικαράς, αρούρι, στραβάδι, γκαβάδι/γκάβακας, γιόκας, νέος, νέοπας, νιάτο, πουστόνεο, γκάου-μπίου.

  1. (από εδώ)
    «Ως τώρα, όπως λένε και οι ίδιοι οι ψαράδες, συναντούσαν νεκρά αφρόψαρα. Όμως τώρα μιλάμε πια για “πατόψαρα”. Ψάρια που τρέφονται και ζουν στον πυθμένα, τσιπούρες, λυθρίνια, λαυράκια κλπ. Άρα σημαίνει ότι η αιτία βρίσκεται στο βυθό και στον πυθμένα. Επισημαίνουμε για μια ακόμα φορά την μόνιμη απειλή του Μαλιακού[...].»

  2. (από εδώ. Όλο το κείμενο τα σπάει!)
    «Με την άφιξη στη μονάδα του Β. Έβρου αρχίζει ουσιαστικά η στρατιωτική θητεία, γιατί μέχρι τώρα ήσουν σε υβριδική μορφή: ψάρι με ουρά ποντικού ή ποντικός με λέπια, είναι θέμα γούστου. Το τελευταίο το συνειδητοποιείς τις πρώτες μέρες στο λόχο με την ευγενική αρωγή των παλιών (θα πήξεις πατόψαρο!). Πως είναι η ζωή στη μονάδα; Εγερτήριο στις 6, με τις φωνές του οργάνου, του θαλαμοφύλακα και ενίοτε και του (ταχυδρόμου) ΑΥΔΜ: «Έλα η φρουρά!», «Σε 3 λεπτά η φρουρά φεύγει!», «Έλα για καθαριότητες!», «Όποιος δε σηκωθεί είναι αναφερόμενος. Όχι τώρα, ΤΩΡΑ!» και άλλα συναφή.»

  3. (από εδώ)
    «[...]Επίσης προσπάθησε να αποφύγεις όσο μπορείς τη φρασεολογία των φαντάρων. Δεν την παλεύω, πουστόνεο, πατόψαρο, βεντούζα, ρούφα το τρομπόνι και ό,τι με τόση χαρά επικαλούνται ο LLNEO και ο KeyserSoze κάθε τρεις και λίγο. Απλώς διαιωνίζουν την μαλακία του στρατού και σε κουράζουν-τραυματίζουν ψυχολογικά.»

  4. (από εδώ)
    «Α και φρικ, μην είσαι ψαράς όπως κάτι πατόψαρα 301 που πέτυχα στο ΚΤΕΛ που πήγαιναν για ΣΕΤΤΗΛ μετά το ΠΣΚ. Που λέγαν για στρατονομίες, στολές εξόδου στις μεταθέσεις κι έτσι. Σαν άνθρωπος να πας όταν έρθει η ώρα και αν ξέρεις πως είναι προβλεπέ ο δίκας, φόρα την στολή λίγο πριν μπεις στο στρατόπεδο.»

Να μερικές τσιπούρες στο στάδιο της μετάλλαξης για πατόψαρα στρατού ξηράς, όπως φαίνεται από το πράσινο χρώμα που παίρνουν. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια της βιολογικής και όχι μόνον παρακμής του Ανδρέα Παπανδρέου, η σύζυγός του Δήμητρα άκα Μιμή Λιάνη ουσιαστικά κυβερνούσε το Ελλαδιστάν.

Μιμίκοι αποκαλούνταν τα άτομα του στενού της περιβάλλοντος που διορίζονταν σε παχυλά αμειβόμενες αργομισθίες σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο όρος έχει πλέον ιστορική και μόνον αξία.

Βλ. και ντοράκηδες.

- Τον είδες τον νέο διευθυντή; Έρχεται κάθε μέρα στις 12, πίνει το φραπέ του, ξύνει τα αρχίδια του για κάνα δίωρο, και μας πουλάει και μούρη από πάνω!

- Μιμίκος είναι, τι περιμένεις! Να δούμε τι άλλα φρούτα θα φάμε στην μάπα…

(Πραγματικός διάλογος σε διάδρομο της Εμπορικής Τράπεζας, circa 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της Ομάδας Ζήτα (Άμεση Δράση με μηχανές) της ΕΛ.ass.

Κλασικός και αξεπέραστος στον χρόνο θα τον δούμε πάνω στο χρέπι πια Suzuki GSX 750 (Tenere, V-Strom, Pegaso, άμα είναι πιο καινούργιος) με τα δερμάτινα του, το άσπρο ανοιγόμενο κράνος Nolan, το γυαλί Ray-Ban και το ύφος «τα πάντα γαμών και επιβλέπων».

Αγαπημένες ασχολίες του να πίνει φραπεδάρα (οι παλιοί έχουν και θήκη για φραπέ πάνω στο τιμόνι! Αμέ!), να τρομάζει κόσμο με την αγελάδα, να σε κοιτάει περίεργα στα φανάρια και να σταματάει κωλοφτιαγμένα GLX, Crypton κλπ αλλά και να αράζει παρέα με άλλους Ζητάδες να συζητάνε για τα δικά τους. Επίσης, δε λέει ποτέ όχι σε σουζίδια στην Αλεξάνδρας έξω απο τη παραλία - ετσ', για να ψαρώνουν τα πιτσιρίκια με τα πενηντάρια που τους ζηλεύουν.

Καλό είναι να μη σε σταματήσει κανας καυλωμένος απο δαύτους... θα σου βρει τα πάντα, μέχρι και γιατί δε κουβαλάς πριονίδι κάτω από τη σέλα αν τυχόν φας σούπα και χυθούν λάδια στο δρόμο!!

Τώρα, πέρα από την καζούρα, πρέπει να πούμε οτι αρκετοί απ'αυτούς αγαπάνε τη δουλειά τους και την κάνουν σωστά χωρίς μαγκιές. Personally, τους θεωρώ ως την πιο χρήσιμη ομάδα της αστυνομίας (Δέλτα, ΔΙ.ΑΣ. είναι απλά σάπιες απομιμήσεις). Peace, love και προσοχή σε όλα τα δίκυκλα εκεί έξω!

  1. - 11 είπαμε... το ρολόι μου όμως λέει 11:30. Που ήσουν ρε;
    - Γάματα... με σταμάτησε ένας Ζητάς...
    - ΩΧ! Και;!;!
    - Με ρώτησε πόσο πιάνει το FXάκι μου... Πιάσαμε κουβέντα και ευτυχώς δεν είπε τίποτα για καθρέφτες!
    - Αυτάααα είναι.....!

  2. - Μάγκες, προσοχή στον περιφερειακό! Αράζουν κάτι ζητάδες και σταματάνε αβέρτα κουβέρτα!
    - Στ' αρχίδια μου... τραβάω και σουζίδι μπροστά του άμα λάχει να 'ούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που συνοδεύει φαντάρο, ο οποίος δεν κάνει την προβλεπόμενη υπηρεσία του και δεν τον ενδιαφέρει για τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν.

Καλά... Αυτοί οι γραφιάδες είναι φουλ λήχτες... Χθες το βράδυ στο περίπολο έριξαν μία πενταπλή και την πέσανε κατευθείαν για ύπνο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοκαυλιστί, ο πεζικάριος.

Εκ του ΣΤΡ(ΠΖ), Στρατιώτης Πεζικού.

- Πέσε και παίρνε κακομαθημένε, δεν θ' απολυθείς ποτέ!
(καραβανάς προς στριπτιζέρ νεοσύλλεκτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, ο στρατιώτης Υγειονομικού από τα αρχικά ΣΤΡ (ΥΓ). Με υπονοούμενο βέβαια ότι είναι φλώρος και πούστρινγκ.

Χαϊδευτικά: στρινγκάκι.

Σύγκρινε με στριπτιζέρ.

Τα γαμημένα το στριγκάκια την περνάνε ζάχαρη, κι εμείς πυξλαμούν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.

Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.

  1. Ειρωνείες προς φωνακλά εδώ:

- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;

  1. Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
    (εδώ).

  2. Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
    I like you more now :-) (εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified