Further tags

Ιδιωματικός όρος του παλαιού αθηναϊκού ιδιώματος, σήμερα εν χρήσει μόνο για αστεϊσμό. Σημαίναι «με όλα του τα υπάρχοντα, συν γυναιξί και τέκνοις», εικάζω δε ότι προέρχεται από το «συν-» και «κρόταλον» (> *κούρταλο), άρα με όλα του τα υπάρχοντα να κροταλίζουν καθώς προχωρεί. Αποτελεί πιθανώς την πηγή του ηλίθιου σεφερλιακού επιφωνήματος «σακούρτελε».

Εγώ τον κάλεσα να έρθει μόνος του, κι αυτός μου ήρθε συγκούρταλος, και κάτσανε και πέντε ώρες! Έφριξα, σου λέω, έφριξα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βιζιτού που θα σε επισκεφθεί στο ξενοδοχείο και θα σε τυλίξει ζεστά ζεστά σαν την κουβερτούλα.

Υπηρεσία που παρέχεται σε ξενοδοχεία γενικώς μεν, αλλά η Λαμία μάλλον έχει κοπυράι για την έκφραση.

- Έχει δωμάτιο για απόψε το βράδυ;
- Βεβαίως. Θα σας δώσω το 214, στον β' όροφο.
- Α πολύ καλά, ευχαριστώ.
- Θα χρειαστείτε μήπως κουβερτούλα;

Holiday Inn, Λονδίνο (από Vrastaman, 28/05/10)

βλ. και ξανθό παλτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρόθος είναι πραγματικά σύνθετος χαρακτηρισμός.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι μαλάκας (κοινώς τον παίζει). Αλλά χρησιμοποιείται και διαφορετικά και δεν ορίζει απλά το μαλάκα με την έννοια της μαλακίας - αυνανισμού, αλλά και αυτόν που με τις πράξεις του δε βγάζει νόημα, αυτόν που είναι βλάκας με την πραγματική έννοια της λέξης βλάκας.

Φυσικά προέρχεται από την παλάμη που παλινδρομεί, και κλειστή όπως είναι έχει το σχήμα γροθιάς.

  1. «Μα τι γρόθος αυτός ο MAD» πάει να πει ότι ο συγκεκριμένος τύπος είναι από τους ΒΛΑΚΕΣ, τους ΑΝΑΞΙΟΥΣ σχολιασμού, τους ΤΙΠΟΤΕΝΙΟΥΣ...

  2. «Εσύ Άρη παίζεις γρόθο...» (κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι πάνω κάτω απαξιωτικά) όταν πχ ο Άρης κάνει κάτι το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία δεν θα έκανε και θεωρείται γενικά λάθος.

  3. «Ρε κεφαλονίτη, άντε να παίξεις κάνα γρόθο να σου περάσουν οι καύλες...». Κατά τα γνωστά... Τράβα μια μαλακία να ισιώσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκάρτα, τα υπόλοιπα ή αποδέλοιπα. Αυτά που αφήνονται από όλους στο τέλος της διαλογής ως άχρηστα. Τα Β' διαλογής υλικά, τρόφιμα, ρούχα, ακόμη και μουνιά.

Τα συναντάμε ιδιαιτέρως στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα, υποθέτω δε ότι θα χρησιμοποιείται και στα αποδέλοιπα των Επτανήσων. Στην Σάμο λέγονται αποδιαλεγούδια και έχουν την ίδια σημασία (αυτά που απέμειναν).

Προφάνουσλυ, ετυμολογικά ο όρος παράγεται από την πρόθεση «από» και το ρήμα «διαλέγω», ήτοι ξεδιαλέγω, ξεχωρίζω.

  1. - Πάρε μάτια μου καποσάντε* να νοστιμίσεις.
    - Ναι, που αφήκατε ούλα τα αποδιαλεούρια;

(*Στρείδι ή χτένι του Αμβρακικού κόλπου κυρίως.)

  1. Ρε πούστη άνδρα, άσε κάνα πιπίνι και για μας που να είναι αξιογάμητο. Μόνοτα αποδιαλεούρια δεν έχεις χτυπήσει σ' αυτή την κωλοσχολή!

Αποδιαλογέας ελαιοκαρπου (από perkins, 18/06/10)ο καποσάντες  (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικός χαρακτηρισμός για κακιά και μοχθηρή γυναίκα.

Ξέρεις τι βεργόνα μελεμενιά είναι αυτή; (όπου «βεργόνα» το φόβητρο των μικρών παιδιών στην αρχαιότητα, η Γοργώ)

Δες και κάργια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρούλης με σφιχτό κρέας. Θεσσαλικό ιδίωμα.

Είδες την τσουπουτούλα;

Από το τσουπώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άπλυτος που φοράει λερωμένα ρούχα.

Είναι, φυσικά, υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Ο Τιρτιράκης ήταν ένας καθυστερημένος και πονηρός «πολυτεχνίτης». Δεν είχε συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά καταγινόταν με ο,τιδήποτε κι αν του ζητούσες και το έπαιζε ειδικός, χωρίς να έχει φυσικά ιδέα. Π.χ. του ειχε ζητήσει μια γυναίκα να της βάψει τα υπνοδωμάτια. Αυτός πήρε τη μπογιά και έβαψε απο τους τοίχους και τα πλακάκια μέχρι τις πρίζες και τις ντουλάπες. Επίσης, έβαψε και το μηχανάκι του με μπλε μπογιά για να δείξει πόσο καλός φανοποιός είναι (είχε βάψει μέχρι και τα φανάρια).

Φυσικά, πάντα είναι άνεργος και τον περιποιούνται μόνο όσοι τον λυπούνται ή του λένε π.χ. να συμμαζέψει κάποια παλιά αποθήκη και τον πληρώνουν (αν δεν κάνει καμιά καταστροφή) και του δίνουν ό,τι παλιό θέλει από μέσα.

Έμεινε γνωστός για την υποψηφιότητα του για δήμαρχος των Χανίων, με σκοπό μόλις βγει να δώσει χρήματα στον κόσμο. Όλοι τον είχαν πάρει στην πλάκα και του φώναζαν στο δρόμο «Γεια σου πρόεδρε». Ο άνθρωπος πίστεψε τα λόγια των συμπολιτών του και θεωρούσε πως είναι ο νέος δήμαρχος τον Χανίων. Όπως ήταν φυσικό, πήρε μόνο ελάχιστες ψήφους (τον ψήφισαν ορισμένοι αντί λευκού). Την επόμενη των εκλογών όσοι των ρωτούσαν «Πρόεδρε, τι έγινε; Γιατί δεν βγήκες;» έπαιρνε την απάντηση «Άσε άσε... Είμαι πολύ απογοητευμένος... Μπερδευτήκανε οι ψηφοφόροι μου και αντί για να βάλουν σταυρό στο όνομα Τιρτιράκης έβαλαν στο Βυρβιδάκης... Μου φάγανε τους ψηφοφόρους!»

Στις μέρες μας θα τον δεις καβάλα στο μηχανάκι του να κάνει βόλτες στα Χανιά, φορώντας πάντα λερωμένα ρούχα και καλημερίζοντας όποιον δει μπροστά του.

Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο ρε τιρτιρή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified