Further tags

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος.

  1. Χρησιμοποιούμε τον όρο κυρίως για κάποιον ο οποίος κάνει μια αξιομνημόνευτη πράξη, αλλά όταν ψάχνουμε να δούμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτήν την πράξη, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον παντελώς άγνωστο, τόσο ώστε δύσκολα μπορεί να του αποδοθεί ευθύνη για την πράξη. Λ.χ. γράφεται ένα σημαντικό ή προκλητικό άρθρο σε ένα έντυπο και όταν ψάχνουμε ποιος είναι ο προκλητικός συντάκτης, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον τελείως ασήμαντο, οπότε το κείμενο εγείρει πρόβλημα ως προς την πατρότητά του. Επίσης, σε κοινωνικά μήδια ή άλλα σάιτ του Διαδικτύου, κάποιος που κάνει προκλητικά σχόλια, χωρίς να έχει μια σταθερή ταυτότητα- λογαριασμό, ώστε να μπορεί να έχει κάποιο είδος διαδικτυακής υπευθυνότητας σε βάθος χρόνου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το να είναι κάποιος πουθενάκιας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με την έννοια ότι οι πουθενάκηδες χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση συμφερόντων ή απλώς προκλήσεων, χωρίς να υπάρχει υπευθυνότητα.

  2. Ο τίποτας ή ανθυποτίποτας, ο παντελώς ασήμαντος. Και εδώ όμως η έκφραση χρησιμοποιείται διαλεκτικά ή για κάποιον που κάνει μια σημαντική πράξη ή έχει μια σημαντική εξέλιξη ενώ ήταν ασήμαντος στο παρελθόν. Βλέπουμε δηλαδή κάποιον αίφνης να γίνεται διάσημος και αξιόλογος, έχοντας έρθει από το πουθενά, ουρανοκατέβατος. Ή για κάποιον που έχει έναν σημαντικό τίτλο ή θέση, ενώ στην ζωή του δεν κάνει τίποτα, και εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό να είναι και το μυστικό του χάρη στο οποίο προόδευσε.

  3. Μπορεί να είναι και ο πουθενάς με την έννοια αυτού που δεν τον βρίσκεις ποτέ στο πόστο του.

1.α. Και άντε σου λέω ότι κάποιος Πουθενάκιας, έγραψε ό,τι έγραψε. Δουλειά του αρχισυντάκτη δεν είναι να διαπιστώσει κατά πόσον ισχύει κάτι; (Εδώ).

β. Κλασικός πουθενάκιας. Πετάει μια μαλακια το βοδι που ειδαν στη tv και τρεχει να το κανει ρτ (Από το Τουίτερ)

  1. α. Ο «πουθενάκιας» Τζόρβας από το σκούπισμα του πάγκου της Παλέρμο στην προεπιλογή της εθνικής και ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες του φετινού. (Από το Φέισμπουκ)

β. Πρώην συνδικαλιστής της αστυνομίας νυν βουλευτής, περισπούδαστος πουθενάκιας, φαφλατάς ολκής και αν δεν μιλούσαμε σε δημόσιο βήμα θα του έδινα τον γνωστό χαρακτηρισμό που δίνουν οι Έλληνες μεταξύ των. (Εδώ).

  1. Ένας θιασώτης της κατάληψης, ένας φοιτητής πουθενάκιας, ένας ανώνυμος είρωνας ή ένας κουκουλοφόρος; Δύσκολη επιλογή! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ άσχημη γυναίκα ή μια εξίσου κακή κατάσταση.

  1. - Ρε μαλάκα την είδες την νέα γκόμενα του Χρήστου;
    - Ναι ρε φιλε, και ήθελα να στο πω, η γκόμενα ειναι τέρμα πέτσα ρε φίλε!

  2. - Πήγατε τελικά με τους άλλους στο μπαράκι που μας έλεγε η άλλη;
    - Ναι ρε μαλάκα..
    - Και;
    - Ε τι και; Πέτσα ήταν η φάση και την κοπανήσαμε στεγνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο μπινελίκι για τους σε-διατεταγμένη-υπηρεσία τραμπούκους νεροκουβαλητές πολιτικών ρευμάτων ή κομμάτων, και πάσης φύσεως συμφερόντων.

Μονίμως έγκαυλα για γαβγάδες, τα μαντρόσκυλα υπερασπίζονται λυσσαλέα τα αφεντικά τους. Η παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση ευνοεί την ανάπτυξη μαντρόσκυλων ανθεκτικών στην φόλα (βλ. ενδεικτικά: Η. Κασιδιάρη, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Α. Γεωργιάδη).

1. Φασισμός: Το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού.

2. ΤΟ ΠΡΩΗΝ «ΜΑΝΤΡΟΣΚΥΛΟ» ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ, Ο ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ, ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΑΣ... ΣΤΗΝ ΔΡΑΣΗ!

3. Κουνήσου τώρα όσο προλαβαίνεις μαντρόσκυλο, γιατι στις εκλογές θα σε ξεχάσει κι η μάννα σου θεομπαίχτη …

2. Και ως Πλεύρης, και ως ΛΑΟΣ που ήσαστε παλαιότερα, και ως οπαδός της 4ης Αυγούστου που ήσαστε πιο πριν και ως μαντρόσκυλο της ΝΔ που είστε τώρα.
(Δέσποινα Κουτσούμπα, εκπρόσωπος ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς Θάνο Πλεύρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο, ο οποίος έχει φοβερό ψυχαναγκασμό με λεκέδες, μικρόβια, σκόνη κτλ.

Αν πέσει κάτι στο παντελόνι του, παθαίνει κατάθλιψη, γιατί πρέπει όλα να λάμπουν και να είναι ατσαλάκωτα πάνω του. Αν πας σπίτι του, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις τα παπούτσια, σαν να μπαίνεις σε τζαμί. Θυμάσαι δεκαετία 80-90 στην Αθήνα, που η θεία σου περπατούσε σε πατάκια για να μη χαλάσει το παρκέ; Ε, αυτός το βιώνει μόνιμα.

Αγαπάει χλωρίνη και όλα τα καθαριστικά. Αν αφήσει πιάτο άπλυτο το βράδυ στον νεροχύτη, έχει εφιάλτες στον ύπνο του. Το χιούμορ του είναι φάση Μουτσινάς, οπότε σίγουρα θα ανακαλύπτει συνέχεια κάποιο καινούριο σου ψεγάδι, ή θα κολλήσει σε μια τελείως ασήμαντη λεπτομέρεια στα λεγόμενά σου, με την οποία μπορεί να γελάει 3-4 χρόνια.

Σαφώς μαμάκιας, μίζερος και ενδεχομένως επαρχιώτης. Κρύβει βαθιά μέσα του μια γυναικεία προσωπικότητα, παρόλα αυτά κράζει τους γκέι. Αποκλείεται να σε φιλήσει μετά από στοματικό, πας καλά; Θα πλύνεις δόντια και θα κάνεις 8 γαργάρες με στοματικό διάλυμα.

Αγαπημένη του διαφήμιση: τη στιρέλλα, τη στιρέλλα!
Αγαπημένο του τραγούδι: είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά
Αγαπημένη του ατάκα: τα κάνει αόρατα!

  1. Βγήκα με ένα φρούτο χτες, του χύθηκε καφές και έκλαιγε τον λεκέ 3 ώρες.

  2. Ο μπούμπης μου έκλαψε τον λεκέ στο χαλί και πήρε τη μαμά να του πει πώς να τον αφαιρέσει.

  3. Φοράει εσώρουχο μέσα απ' το μαγιό, ξυρίζει πόδια και κλαίει λεκέδες, άσ' το καλύτερα γίνε λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πλέμπα έχουμε θέσει τον ορισμό του τεμπελοβρομιάρη που όπου βρει φιδιάζει.

Τέρμα πλέμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαπάτηση, το παραμύθιασμα: όταν σου πουλάνε φίδι κι εσύ το χάφτεις. Εκ του παπατζή, της επιτομής του φτωχομπινεδιάρη λαμόγιου.

Βλ. επίσης: παπάτζας, πουλάω παπά, διθυραμβική παπάτζα, παπατζιλίκι, παπατζού, χλιδοπαπάτζα, παπάτζαρχος, παπατζοχαύτης, παπατζεμένος, παπατζάρχης, παπατζαρχίδης, παπατζολόγος, παπατζέμπορας, και ταλιμπάν.

1. Πάντως παίζει πολλή παπάτζεμα στην αγορά, πολλοί προσπαθούν να πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

2. Εκτός και εισαι κανενα από τα τσιράκια που εχει ξαμολήσει για να παπατζωνει τον κόσμο σε όλα τα φαρμακευτικά σαιτ.

3. «Θα χρησιμοποιήσω μία έκφραση που μου έμαθε ο κ. Παναγιώταρος, κύριοι της Χρυσής Αυγής, είστε παπάτζες, παπατζήδες», είπε ο βουλευτής της ΝΔ, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο που ελοχεύει από τον λαϊκισμό ορισμένων πολιτικών σχηματισμών.

(από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified