Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.
- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!
Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.
- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).
— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;
Βλ. και πούστης
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;
βλ. και πούστης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.
Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.
Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πιο κοινή και γνωστή πλέον φράση που δηλώνει ότι κάποιος άντρας είναι ομοφυλόφιλος. Για ιδιαίτερο τονισμό μπορεί να συνδυαστεί και με τις λέξεις «αδερφή νοσοκόμα», «αδερφή του ελέους».
για περισσότερα βλ. πούστης
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.
Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πούστης, συντόμευση από το «πουστάκι».
- Τρελό στάκι ο Γιάννης, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, στο Aleko's.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!