Ο ευνούχος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή και αυτός που δεν είναι αρκούδως άντρας, ο χαντούμης.
1. Δείχνει φανατικός βαζελίνος ο κοψαρχίδης... Έχει βλέμμα αλαφούζικο και νάζι λεωφόρου.
2. Θα τους ξυσετε τα Α……….δια, αν δε προλαβει να τους τα κλασει συγνωμη να τους τα κοψη ο ξεχαρβαλομενος πρωην ωραιος κοψαρχιδης.
3. Aρκετοί τράγοι που τυχαίνει να έχουν ξέχωρα τα λιμπά, αναφέρονται σαν κοψαρχίδης.
- Ο γερο-στρατηγός Βισέντε Βεργάρα, πάλαι ποτέ επονομαζόμενος από τους στρατιώτες του στρατηγός Κοψαρχίδης, κι ο εγγονός του βγαίνουν ένα βράδυ να το κάψουν σ' ένα μπορντέλο· (αγαπάμε Carlos Fuentes και τους εμπνευσμένους μεταφραστές του).