Further tags

Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.

- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).

Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.

Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.

Fricadelle με πατάτες (από poniroskylo, 22/03/11)Φρικαντέλα - Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα... (από MXΣ, 22/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.

Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.

Ο Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης Φιλιμπέρ Τσιρανανά. (από Khan, 22/03/11)Στο 1.11. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συντάσσεται με ειρωνικό τόνο, και συνδυάζεται με εκφράσεις του στυλ:

- Καταπληκτικό παιδί, να τον καλέσεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
ή - Καταπληκτικό παιδί, να τον στείλεις στο φούρνο να σου πάρει ψωμί

και τα σχετικά.

(αν έχετε κι άλλα σχετικά παραδείγματα, προσθέστε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινωνικός και ευπροσήγορος, ο λίγο υπεράνω προς τους συναδέλφους και κολλητός του διευθυντάκου, κάτι δωράκια, φιλοφρονήσεις, γελάκια και γενικά γλύψιμο. Απώτερος σκοπός η κατάληψη μετά από καιρό της θέσης αυτού.

Να ο φίλος του λελέτη ...Α ναι, ρε τον μπαγαπόντο, αυτός πάει με τα μπούνια να κάνει τον διευθυντή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή έκφραση είναι «όπου φυσάει ο άνεμος» και λέγεται για το ανερμάτιστο άτομο που αφήνεται στο τυχαίο φύσημα του αέρα και αναλόγως πορεύεται. Δεν είναι ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας, είναι ο άβουλος άνθρωπος χωρίς προσωπική άποψη, είτε αφορά αυτό την κοινωνική και υπόσταση ή τη συναισθηματική του ζωή.

Παλιά λέγανε «όπου φυσάει ο μπάτης», σήμερα όμως ο μπάτης δε ζειπαί σαν έννοια ή λέξη.

Λέγεται επίσης, ως εκ τούτου, και «όπου φυσάει ο γκόμενος» -για τη γκόμενα που είναι σκιά του αρσενικού της και δεν έχει καμία πρωτοβουλία στην προσωπική ζωή της. Δεν είναι το αντίστοιχο του το μουνί σέρνει καράβι, το οποίο είναι μια γενίκευση και αφορά βασικά το σεξ καθώς και όλους τους άντρες ανεξαιρέτως. Το «όπου φυσάει ο γκόμενος» είναι μόνο για τα θηλυκά που είναι απολύτως εξαρτώμενα από το Είναι του κυρίου και αφέντη τους, οι ιδέες / απόψεις τους είναι οι δικές του, οι κινήσεις τους είναι οι δικές του, και μόλις φύγουν από τον έναν και πάνε στον άλλον, αλλάζουνε μπαντιέρα.

Λέμε επίσης «όπου φυσάει η μόδα».

Συγγενής έκφραση με το «όπου φυσάει»: όπου πάει ο ήλιος.

  1. Ο ΛΑΟΣ πολιτεύεται με μια «σημαία ευκαιρίας» και πλέει πολιτικά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Χωρίς πορεία. Δίχως σαφές λιμάνι προορισμού.

  2. Trendy: «Φυλή» που συγγενεύει, εν μέρει, με τις emo σε επίπεδο ξασμένης φράντζας και κατανάλωσης λακ -αν και υπάρχουν και πιο straight εκδοχές, με πιο Bibi-Bo μαλλούμπα. Από κει και πέρα, ουδεμία σχέση, αφού τα χρώματα των ρούχων τους είναι update, στα πέλματά τους κυριαρχούν τα funky πασουμάκια, οι σαγιονάρες και οι «μπαλαρίνες», τα στέκια τους είναι «in», μουσικά «την ακούνε» όπου φυσάει ο άνεμος και, γενικά, επιδεικνύουν μια αποχή από τον πραγματικό κόσμο...

  3. - Πολύ ξενέρα η Κάτια ρε φίλος, είναι άτομο «όπου φυσάει ο γκόμενος», πώς την αντέχεις.
    - Φίλε, γαμάω καλά; Τέλος.

  4. Η Νάσια δεν έχει δικό της γούστο στο ντύσιμο, είναι όπου φυσάει η μόδα.

(από GATZMAN, 31/03/11)

Σύγκρινε και ΟΦΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει την υπερβολική γελοιότητα και αστειότητα κάποιας πράξης ή ενός ανθρώπου.

- Ο Λούλης κατεβαίνει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές!
- Όχι ρε! Με τέτοια φάτσα και τέτοιο μυαλό; Ρε, θα γελάσουν και τα τσιμέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό σε άτομα με γελοία εμφάνιση. Κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να είναι αποτυχημένη!

Συνήθως χρησιμοποιείται με προσβλητική σημασία.

  1. - Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι;
    - Γιατί ρε μαν, τι έχω;
    - Ρε σαν γλειμμένο μουνί είσαι!

  2. - Ποο φίλε, είδες χθες τον Αλέξη στον χορό;
    - Όχι γιατί;
    - Άσε, σαν γλειμμένο μουνί ήταν, 5 τόνους ζελέ έβαλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified