Further tags

Προφέρεται με όλα τα Σ παχιά, αργά για να δώσουμε βαρύτητα, και με κάποια απαραίτητη παύση πριν απο κάθε άρθρο.

Η φράση έχει χιλιοειπωθεί από τον αθλητικογράφο Γιώργο Γεωργίου, σε ποικίλες αναφορές σε διάφορες επιφανειακές και ίσως πρωτόγονες απόψεις διαφόρων συνομιλούντων, πάνω σε αθλητικά και όχι μόνο θέματα.

Η φράση με την γενικευμένη και διαδεδομένη χρήση της, αναφέρεται σε αρνητικές συμπεριφορές που μπορούν στις μέρες μας να χαρακτηριστούν ως τυπικές ελληνικές. Οι συμπεριφορές αυτές έχουν τα εξής διακριτά νεοελληνικά χαρακτηριστικά:

  1. Ατομικισμός: Ο σύγχρονος Έλληνας θεωρεί πως πρώτα και πάνω απόλα ειναι ο κώλος του, γιαυτό και τον φυλάει με κάθε τρόπο, εις βάρος των υπολοίπων, και προπάντως εις βάρος του δημοσίου. Χαρακτηριστικό που αποποτελεί κατάλοιπο της πάγιας από τουρκοκρατίας αίσθησης ότι το κράτος διοικείται υπό έξωθεν παραγόντων.

  2. Δώσε ημίν σήμερον: Ο Έλληνας ρέπει προς την αρπαχτή, προς το εύκολο αλλά κυρίως άμεσο κέρδος, που θα του εξασφαλίσει μια έστω και πρόσκαιρη ευημερία, ή θα εξασφαλίσει το πάντα αβέβαιο μέλλον των παιδιών του. Και αυτό εξηγείται, βέβαια, από τα 189 χρόνια συνεχούς (τεχνητής πολλές φορές) λιτότητας και θυσιών.

  3. Επιφανειακή σκέψη: Ο νεοέλληνας, όσο και αν θέλει να αυνανίζεται πνευματικά ότι είναι δυσκολοκυβέρητος και ανυπάκουος, και γενικώς υπεργαμιάς του σύμπαντος, όπως οι αρχαίοι προπάτορες, είναι ο ορισμός του χαλβά, καθώς επί της ουσίας του τρώει ότι παπάτζα του πασάρουνε σε μεσημεριανές και μη ζώνες, ενώ και στις περιπτώσεις που δεν την πατάει εν τέλει (καθαρά λόγω ενστίκτου και DNA), επιτρέπει σε διάφορους καραγκιοζάκους να τον φλωμόνουν στις πίπες επί μακρόν.

  4. Φλωροποίηση: Ο Έλληνας πλέον είναι απλά φλώρος. Η κοιλιά του μπορεί, λόγω των διαφόρων μετακατοχικών συνδρόμων, να κρύβει πλήρως τη θέα του μπαργαλάτσου, αλλά αυτός είναι σίγουρος πως είναι τουλάχιστον 30 πόντους, και πως από κάτω κρέμονται πολλά καντάρια αρχίδια. Είναι σίγουρος επίσης, ότι στο στρατό έμαθε πως να κόβει πολλά τούρκικα κωλαράκια, αλλά όταν τον κοιτάζουν 4 αλβανοί μέσα σε ένα Seat Cordoba του '93 με αυστηρό ύφος, αυτός κατεβάζει το βλέμμα στο πάτωμα. Πιστεύει απόλυτα πως το ζητούμενο της ζωής είναι ο μη κόπος (το οποίο ίσως και να είναι μια ενστικτώδης ροπή της ανθρώπινης φύσης μας), αλλά επειδή δεν είναι και πολύ εφικτό, μια δουλειά με φραπέ και αιρκοντισιονάκι είναι ότι πρέπει. Το γιαπί και το μυστρί είναι πασέ άλλωστε. Είναι ένα έιδος φλωριάς, που εξιδανικεύει το υπαλληλίκι, και θεοποιεί το υπό-, γιατί έτσι οι ευθύνες των επιλογών καταλήγουν σε άλλους. Η φλωριά αυτή, που καταδικάζει τη μουντζούρα και το οτιδήποτε παραγωγικό, θεωρεί έστω και τον ελάχιστο μόχθο βλακεία και ξεφτίλα, και ονομάζει φυσιολογικό το να εγκλωβίζεις με το ζόρι την παραγωγική και γόνιμη ηλικία των 20 έως 30 σε ένα πουθενάδικο πανεπιστημιακό τμήμα, και να τη χαρτζιλικώνεις με ψιλικά, εκδίδοντας την στην πιάτσα των -κυριλάτων, κουστουμάτων, γραφειάτων- stage και call center.

Ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας είναι μέσα σε όλους μας. Απλά.

Η μετεξέλιξη του μαλάκα του Έλληνα - από γραφικός οτινάνας σε αυτάρεσκο φλώρο (από xalikoutis, 05/03/10)(από Abas, 05/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρέστερα: Το 'χω γραμμένο στη βάφτιση.

Ντετερμινιστική (αλλ' όχι κισμετική) ιδιωματική έκφραση, που σημαίνει προδιαγεγραμμένη και μη αναστρέψιμη ιδιότητα προσώπου (θετική ή αρνητική).

Ως γνωστόν, τα στοιχεία που αναγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως του βρέφους (π.χ. φύλο, κύριο όνομα κλπ), αλλά και του γάμου πριν ακόμα γεννηθεί (π.χ. επιλογή επωνύμου), αποτελούν αμετάκλητες δηλώσεις των γονέων, που μπορούν να αλλάξουν μόνο με δικαστική απόφαση, εκτός προδήλων εκ παραδρομής λαθών (άρθρα Κώδικα 1505 Αστικού και 782 Πολιτικής Δικονομίας).

Έτσι, ο σοφός λαός αποδίδει κάθε θετικό ή αρνητικό γνώρισμα ενός ατόμου στις προεπιλογές των γονέων για το τέκνο τους ή του νονού για το φιλιότσο του, οι οποίες θα το χαρακτηρίζουν εσαεί (βλ. επίσης εκφράσεις «τρελλός παπάς σε βάφτισε», πούστης από κούνια, κλπ).

Ό γέγραπται-γέγραπται και δεν ξεγέγραπται, δηλαδή.

  1. (Θετικό περιεχόμενο)

- Πέναλτυ!
- Λοιπόν, στήστο να το χτυπήσω εγώ!
- Για κάτσε ρε μάγκα, γιατί πάλι εσύ δηλαδή; Το 'χες στη βάφτιση;

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο)

- Πού πας;
- Πάω στην εφορία, με καλέσανε ξανά για έλεγχο.
- Πάλι; Τρίτη φορα μέσα σ' ένα χρόνο, τί διάολο;
- Άσε με, με τους κερχανατζήδες! Λές και γράφω μαλάκας στο κούτελο, το 'χω φαίνεται γραμμένο στη βάφτιση να με κυνηγάνε φταίω-δε φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός προσώπων.

Γενικά, σκατό πατημένο αποκαλείται κάποιος όταν ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό θέλει να υποδηλώσει ή να τονίσει το χαμηλό επίπεδο της όποιας υπόστασης του χαρακτηριζόμενου. Είτε αυτή είναι διανοητική, είτε εμφανισιακή, είτε επαγγελματική.

  1. Άντε βρε σκατό πατημένο από 'δω. Που θα μου πεις ότι εγώ φταίω...

  2. Ρε Πάνο, π'ως ήταν έτσι αυτή η γκόμενα; Σκατό πατημένο δικέ μου.

  3. Ρε παιδιά, τί άσχετος είναι ο προϊστάμενος !!! Σκατό πατημένο και το παίζει και παντογνώστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλήρης φράση είναι γεννήθηκε από χρυσά αρχίδια.

  1. Χαρακτηρίζει άτομα που τρώνε τα λεφτά του μπαμπά.

  2. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος έχει την οικονομική άνεση ή ευμάρεια, όχι λόγω προσωπικής του οικονομικής επιφάνειας, αλλά γιατί ο πατέρας του είναι εύπορος.

  1. Α ρε πουτάνα ζωή. Αλλοι γενιούνται από χρυσά αρχίδια κι εμείς στο μεροκάματο.

  2. - Καλά ρε, πάλι καινούριο αυτοκίνητο η Άννα;
    - Τι ανάγκη έχει αυτή ρε; Αυτή γεννήθηκε από χρυσά αρχίδια.

  3. - Τι δουλειά κάνει;
    - Δεν κάνει. Αυτός γεννήθηκε από χρυσά αρχίδια.

(από dimitriosl, 21/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.

Ορισμοί:

  1. Ποδόσφαιρο ή άλλα ομαδικά αθλήματα:

Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).

  1. Video games

Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.

  1. Επαγγελματική δραστηριότητα

Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.

  1. Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.

  2. Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!

  3. Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;

  4. Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.

  5. Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.

  6. Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.

(από dimitriosl, 22/03/10)(από dimitriosl, 22/03/10)...honor y gloria a Pablo Garcia (από euripidisk, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή δεν πέθανα ακόμη.

  1. Ηλικιακός προσδιορισμός που αποδίδεται σε υπερήλικες. Υπονοείται ότι ο χαρακτηριζόμενος /-η είναι ένα βήμα πριν τον Άγιο Πέτρο.

  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (με το ζόρι επιβιώνει). Είτε αυτή είναι επαγγελματική, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική.

  1. - Η θεία σου πόσων ετών είναι;
    - Πάνω από το χώμα μεγάλε. Η ταυτότητά της έχει λιώσει.

  2. - Τι γίνεται ρε Πολύδωρε; Πώς τα πας;
    - Πάνω απ' το χώμα. Επιβιώνω.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο παθών, αυτός του οποίου το πορτοφόλι επάρθη, πιάστηκε κορόιδο σε υπερθετικό βαθμό. Όχι απλά πιάστηκε κορόιδο αλλά και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.

Γήπεδο:
- Πώς πας να πλασάρεις έτσι ρε; Σου πήρε το πορτοφόλι ο τερματοφύλακας. Παλτό, ε παλτό.

Τάβλι:
- Ρε φίλε, τον είχα κλείσει και πέρναγε μόνο με 2 και 6.
- Και;
- Τι και; Και το φέρνει ρε ο κωλόφαρδος και μου παίρνει το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified