Αδύνατος.
- Ρε φίλε, σταμάτα τη δίαιτα. Σα μπακαλιάρος έγινες.
Αδύνατος.
- Ρε φίλε, σταμάτα τη δίαιτα. Σα μπακαλιάρος έγινες.
Got a better definition? Add it!
Πρόσωπο αυλακωμένο απο ρυτίδες λόγω γηρατειών.
- Είχα χρόνια να δω την κυρία Ευθυμία. Το πρόσωπο της τίγκα σταφιδιασμενο. Σταφίδα κανονική.
- Εμ πατάει τα 95. Τι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Όρος που αποδιδόταν και στον Σημίτη.
- Ρε εσύ που λες πως είδα το Γιάννη;
- Ποιον Γιάννη;
- Τον κολλητό μας.
- Μα αυτός υπηρετεί στην Γκατζολία...
- Δεν τα έμαθες τα νέα. Μετατέθηκε στην προεδρική φρουρά. Τον είδα να φυλάει μπρος στο άγαλμα του άγνωστου στρατιώτη.
- Μα είναι τάπερμαν!
- Έχει όμως ένα βύσμα αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος του...
Got a better definition? Add it!
Ο εξαιρετικά κοντός άνθρωπος. Ο ένα και τίποτα.
- Καλά, πρώτο μπόι ο Βρασίδας ε;
- Ναι, 1 και 40 με τα χέρια στην ανάταση...
Got a better definition? Add it!
Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.
- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!
Got a better definition? Add it!
Η πάνχοντρη γυναίκα, η γυναίκα με τεράστιο εκτόπισμα, η τοφάλα. Η λέξη αυτή αποτελεί ονομασία γνωστού τύπου φάλαινας, της φάλαινας Όρκα.
Κώστας, απευθυνόμενος σε χοντρή που τον πάτησε: Α ρε όρκα, πάτα και λίγο Ελλάδα!
Δημήτρης, φίλος του Κώστα: Γιατί σκούζεις ρε;
Κώστας: Μα την είδες την παλιοκουφάλα. Με ξενύχιασε. Και τώρα όπου φύγει φύγει.
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, φώκια, χαβούζα, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς, νωθρός και δυσκίνητος. Η απλάδα κυριολεκτικά είναι ένας μεγάλος ανοικτός χώρος, κάτι σαν αλάνα, άρα ο απλάδας είναι αυτός που με τον όγκο του κατά κάποιο τρόπο την γεμίζει.
- Προχώρα ρε απλάδα και θα χάσουμε το καράβι!
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άντρας.
Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».
Βλ. και liposan, αρκούδα, βους, μπλαμούτσα, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος, ντουρντούβαλο
Got a better definition? Add it!
Η χοντρή γυναίκα.
Τι μπομπιστάμνα είναι αυτή η Νίκη αδερφάκι μου. Σε λίγο το σπίτι θα της έρχεται εφαρμοστό.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.
Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.
Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.
Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.
Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.
Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».
Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.
Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο
Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)
- Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
- Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)
Δες και -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!