Further tags

Η υπολειπόμενη ομορφιάς συνοδός αιθέριας ύπαρξης.
(παρατηρείται συχνά όμορφη νεανίς να συνοδεύεται από μη συνάδουσα φίλη).

Όταν οι ζεύγω δρώντες θηρευτές εντοπίσουν το θύμα, ρίχνουν τον κλήρο ποιος θα επωμισθεί το πακέτο.

Γενικότερα όταν είς εκ των θηρευτών ενδιαφέρεται ιδιεταίρως για την μία εκ των δύο, ο έτερος καλείται να ασχοληθεί με το πακέτο.

- Λοιπόν, εγώ την Λίτσα, εσύ το πακέτο!
- Να χαρώ το φιλαράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άσχημη όψη, δείχνει κουρασμένος, έχουν γίνει τα μάτια του κουμπότρυπες, οι ρυτίδες έχουν αναδειχθεί και το χρώμα του είναι κακό.

- Είσαι καλά;
- Γιατί ρωτάς;
- Ξέρω γω, δείχνεις πολύ κομμένη.
- Ίσως επειδή αδιαθέτησα.
- Ε, έτσι πες μας ντε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.

- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός ή ο υπερβολικά αδύνατος που λόγω κόμπλεξ του αρέσει να φωνάζει και να ορθώνει το ανάστημά του αλλά ωστόσο είναι άνθρωπος της καρπαζιάς.

- Τι σκούζει ο μαλάκας ο κοκαλιάρης; Θα φάει καμιά ανάστροφη και θα προσγειωθεί στο σπίτι του σε dt.
- Ε τον τσιτσίκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified