Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.
- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...
Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.
- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...
Got a better definition? Add it!
Ο λέτσος, ο χίπις, ο άπλυτος. Λέγεται επίσης ο τουρίστας που ήρθε διακοπές αλλά ξέμεινε από λεφτά και παίζει κιθάρα/βιολί/ακορντεόν/φυσαρμόνικα για να μαζέψει για τα εισιτήρια του.
- Και εκεί που πάω να τελειώσω, ακούω από πάνω μου ένα ακορντεόν να παίζει Ζαμπέτα. Σηκώνομαι και τι να δω.. Ένας χαϊλές!
- Καλά ρε και συ μέρα μεσημέρι στο πάρκο πήγες να πηδήξεις; Ήμαρτον ρε συ...
Got a better definition? Add it!
Ο πανάσχημος. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του κωδωνοκρούστη της εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ, λόγω της παραμορφωμένης όψης του και και της καμπούρας του. Το πλήθος τον έβλεπε ως τέρας που όμως είχε ευαίσθητη ψυχή. Ωστόσο ο όρος Κουασιμόδος αναφέρεται στην ασχήμια και όχι στην ευαισθησία κάποιου.
- Καλά ο άντρας της Λένας, σωστός Κουασιμόδος ε;
- Kαλά, τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε;
Got a better definition? Add it!
Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.
- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...
Got a better definition? Add it!
Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.
Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.
- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα
Got a better definition? Add it!
Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..
- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!
Got a better definition? Add it!
Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.
- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!
Got a better definition? Add it!
Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.
Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.
Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).
Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH
- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.
Got a better definition? Add it!