Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.
Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.
Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.
Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.
Got a better definition? Add it!
Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.
- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!
Got a better definition? Add it!
Το ιταλικό Robertο με ελληνική κατάληξη. Ο τύπος που προσπαθεί να ντύνεται σαν ιταλός με σκοπό να γίνει αρεστός στις γυναίκες χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Παλιότερα άφηνε και μουσάκι.
Έχει και κάποια παράγωγα:
- Κοίτα ρε συ τον Τάκη, έχει μιλήσει μέχρι τώρα σε όλες τις γυναίκες που μπήκαν στο μαγαζί. Λες να τις έχει φάει όλες αυτές;
- Δεν πιστεύω, ο τύπος είναι γνωστός ρομπέρτος!
Got a better definition? Add it!
Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.
Ανώνυμη μάνα:
Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φαλακρός.
Κοίτα τον καμπριολέ που το παιζει και νέος με τη Μερσεντές!
Got a better definition? Add it!
Published
Η γυναίκα με το μεγάλο στήθος. Τιμής ένεκεν στην Πάμελα Άντερσον του Baywatch.
Κοίτα την Πάμελα στη δίπλα ξαπλώστρα! Με το ζόρι τη χωράει το μαγιό από πάνω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γκασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, αναφέρεται σε άτομα με προεξέχοντα τα μπροστινά πάνω δόντια.
.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.
- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...
Δες και -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.
- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...
Got a better definition? Add it!
Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.
- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;
Got a better definition? Add it!