Αυτή που έχει μεγάλο κώλο.
-Του Κώστα του αρέσουν οι κωλαρούδες.
-Μπα, αρχίδια του αρέσουν. Τις προτιμάει γιατί δεν θα του την κάνουν εύκολα με άλλους, δεν τις θέλει κανείς.
Αυτή που έχει μεγάλο κώλο.
-Του Κώστα του αρέσουν οι κωλαρούδες.
-Μπα, αρχίδια του αρέσουν. Τις προτιμάει γιατί δεν θα του την κάνουν εύκολα με άλλους, δεν τις θέλει κανείς.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.
- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.
Got a better definition? Add it!
Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.
Βασικά γνωρίσματα:
Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:
Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.
Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Άνδρες και γυναίκες που συνδυάζουν τουλάστιχον δύο από τις παρακάτω ιδιότητες:
Άνδρες και γυναίκες που συχνάζουν τα καλοκαιρινά τριήμερα σε νησιά και επαρχιακές πόλεις φορώντας λευκά ρούχα.
Άνδρες και γυναίκες που θα πλήρωναν για να αρμέξουν κατσίκες θεωρώντάς το «επαφή με τη φύση».
Άνδρες και γυναίκες που απαντούν στο τηλέφωνο με τη φράση Έλα μου.
- Ρε συ, το νησί γέμισε φαντάσματα με πέδιλο.
- Όχι ρε μαλάκα, Αθηναίοι είναι.
Βλ. και Αθηνέζος, -α
Got a better definition? Add it!
Το τρέντουλο.
Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.
«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».
Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».
(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)
Got a better definition? Add it!
Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.
Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.
Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;
Βλ. και μικροτσούτσουνος, ρεβιθοτσούτσουνος, τσουτσούνι, το
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.
- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τήν αγγλική λέξη creature, για να υποδηλώσει ότι κάποιος /-α είναι πολύ άσχημος /-η.
Επίσης αναφέρεται και σε ζωύφια ή έντομα όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους ονομασία.
Πω, πω, είδες τη φάτσα της, σκέτος κρίτσουρας...
Πετάχτηκε ένας κρίτσουρας και μπήκε μέσα στον καφέ μου.
Got a better definition? Add it!