Στην ιατρική διάλεκτο ο ορθοπεδικός.
- Τελικά είναι ορθοπαιδικός ή ορθοπεδικός;
- Πέσ' το μαραγκός να τελειώνουμε!
Στην ιατρική διάλεκτο ο ορθοπεδικός.
- Τελικά είναι ορθοπαιδικός ή ορθοπεδικός;
- Πέσ' το μαραγκός να τελειώνουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην ιατρική διάλεκτο, ο νευρολόγος ή και, δευτερευόντως, ο καρδιολόγος.
Σε έχει δει ηλεκτρολόγος ή θα σε δει κατόπιν αορτής;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος της πόκας. Κακό πράμα γενικώς κι εκνευριστικό για το υπόλοιπο καρρέ, αφού ο καραμπίνας κάνει τα εξής faux pas:
(α) Αφού έχει πάρει κάποια κόλπα κι έχει μαζέψει ένα πακέτο μπροστά του, πάει πάσο συ-νέ-χει-α, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα κεκτημένα.
(β) Σα να μην έφτανε αυτό, σε κάποια φάση κι αφού έχει πασάρει περί τις 3,256 φορές, ανακοινώνει -ενώ ακόμη το παιχνίδι είναι σε καλό σημείο και δεν προμηνύεται ότι θα τελειώσει σύντομα- ότι σε ένα γύρω από το χέρι του θα πρέπει δυστυχώς να αφήσει το καρρέ γιατί θα φύγει η μπέιμπυ-σίττερ, αύριο έχει να ξυπνήσει ποοοοολύ νωρίς, η γυναίκα του δεν αισθανόταν και πολύ καλά και ανησυχεί, άσε που πρέπει να γουρδώσει το περπούτσι παράμοιρα...
- Κούκος μονός παζ σε ένα ταμπλό.
- Ναι... μη μου βγάλετε σ' αυτή τη γύρα γιατί πρέπει να κάνω ένα τηλέφωνο... Α, και μάλλον πρέπει σε λίγο να την κάνω γιατί...
- Γιατί είσαι μέγας καραμπίνας ρε γκιόζη. Μας έχεις φλομώσει στο πάσο εδώ και μία ώρα... Άντε τον πούλοβιτς μπας και παίξουμε καθόλου, το φελέκι μου μέσα!
Got a better definition? Add it!
Όσο πιο ευρύ και αντιπροσωπευτικό είναι το σύνολο κι όσο πιο τεκμηριωμένες είναι οι γνώμες αναφορικά με την επιλογή του πρότυπου βλάκα, τόσο πιο αξιόπιστο θα είναι τα αποτέλεσμα της επιλογής.
Αυτός θα είναι κάποιος, του οποίου το όνομα θα μπορούσε άνετα να εισαχθεί ως λήμμα σε λεξικό. Λήμμα που θα έχει την έννοια του πρότυπου βλάκα.
Αυτό δεν είναι μια θεωρητική υπόθεση. Έχει συμβεί σε διάφορα άλλα θέματα. Π.χ.: όταν θέλουμε να αποκαλέσουμε κάποιον πολύ χοντρό, μπορούμε να τον αποκαλέσουμε τόφαλο, (εκ του Δημήτρη Τόφαλου).
Στην περίπτωση μας, αναφερόμαστε σε μια βλάκ άουτ περσόνα άνευ προηγουμένου. Κι όπως ένας χωριάτης θέλει δυο φορές χωριάτηγια να 'ρθει στα ίσα του, αντιστοίχως κι ένας βλάκας θα νικηθεί από έναν που είναι δυο φορές βλάκας. Άρα ψάχνουμε τον πρωταθλητή της λίστας των ηλιθίων. Τον πλέον ανίκητο βλάκα.
Αυτός ο πρότυπος βλάκας, ο εντελώς βλάκας δηλαδή, θα είναι κάποιος που είναι:
ο άνθρωπος εγκεφαλογράφημα ευθεία, ο πιο ζωντανός ζύθος,
αυτός με το πιο ακατοίκητο ρετιρέ, το απόλυτο βλάκατρον, ο βλάκας με... πατέντα, ο βλάκας με... λοφίο και την... περικεφαλαία, ο άρχοντας των μαργαριταριών, ο πλανητάρχης της βλακείας (άρα ο Μπους θα μπορούσε να θεωρηθεί και διπλός πλανητάρχης).
Θα μπορούσε :
α) Το όνομα του πρότυπου βλάκα ή βλάκα αναφοράς (π.χ.: Μπους) να αποτελεί, μονάδα μέτρησης βλακείας. (π.χ.: 1 Βush).
β) Σε υποτιθέμενο όργανο μέτρησης βλακείας, η αποτιμώμενη τιμή της βλακείας κάποιου βλάκα, να αποτιμηθεί, συγκριτικά με την επίδοση του πρότυπου βλάκα (maximum τιμή του οργάνου, π.χ.: 1 Βush).
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 1.
α) Πολύ κουτό, με φάτσα - έκφραση - διάνοια που φωνάζει από μίλια... μακρυά πως είναι το... κουτόχορτο, το... βλήτο. (βλ. παρ. 2).
β) Που δεν είναι κουτός, αλλά που ωστόσο έκανε τη... βλακεία. Τον αποκαλούμε έτσι, με στόχο να τον κοροϊδέψουμε, να τον ειρωνευτούμε, αλλά και να εκτονωθούμε (βλ. παρ. 3).
Κλείνοντας, αποτείνω τις ευχαριστίες μου στον άψογο acg.
Got a better definition? Add it!
Όχι, όχι δεν μιλάμε για τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.
Δεν μιλάμε για κάποιο συνηθισμένο μαλακάκο. Μιλάμε για μαλάκα με δίπλωμα. Με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρακαλώ! Λέμε τώρα!
Γι 'αυτό κι οι σκέψεις του, οι λόγοι του και τα επιτεύγματά του αναδεικνύουν την μοναδική και ξεχωριστή σφραγίδα του. Ο τύπος δεν έχει ανάγκη να αναπαράγει τις απλές μαλακιούλες των άλλων. Ακολουθεί το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Έχει επαγγελματισμό! Αμ τι; Μπρίκια κολλάει;
Αν η μαλακία ήταν επιστήμη, το δίχως άλλο θα ήταν ένας από τους διακεκριμένους γκουρού της, που, χωρίς να μελετήσει και να ερευνήσει, χάρη στις αυθόρμητες μοναδικές ενέργειές του, θα ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες. Συνεχώς θα 'ρχονται ολόφρεσκες φλασιές στην γκλάβα αυτού του Κύρου Γρανάζη της μαλακίας, για άλλες μαλακίες ιστορικές... για άλλες πιο μεγάλες και πιο τρανές.
Σημείωση:
1) Αν και υπάρχει έμμεση επιγραμματική αναφορά του όρου σ' αυτό το λήμμα, θεώρησα πως έπρεπε ο μαλάκας με πατέντα, αυτή η ειδική και ξεχωριστή περίπτωση μαλάκα, να αποκτήσει τη δική του αυτόνομη θέση.
2) Στο πιο χαλαρό, ο μαλάκας με πατέντα αποκαλείται: Βλάκας με πατέντα με κεφαλαίο Μ.
- Κοίτα τι μαλακίες έκανε πάλι το άτομο...
- Καλά... Κάθε μέρα κάτι ξεχωριστό. Δεν προβλέπεται με τίποτα. Αμα κάποιος γεννηθεί μαλάκας... κάθε μέρα και μια νέα μαλακία. Δεν εφησυχάζει ποτέ!
- Εμ, δεν είναι κλασσικός μαλάκας φίλε μου. Μαλάκας με πατέντα είναι! To 'ριξε στις πατεντιές πάλι! χαχαμπουχαχα!
Got a better definition? Add it!
O πανηλίθιος μάγειρας.
- Το γάμησες το στοκ ρε μαλάκα, πόσο μπελτέκας παίζει να είσαι;
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.
Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.
Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.
Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.
Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».
Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...
- Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
- Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
- Τι λες τώρα;!!
- Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
- Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...
- Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
- Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.
Got a better definition? Add it!
Ο μή λευκός. Το άτομο αραβικής, ασιατικής ή ακόμα και αφρικανικής καταγωγής. Ναυτική αργκό, αρχικά για να χαρακτηρίζει τους Φιλιπινέζους ναύτες που δεν ήταν λευκοί αλλά ούτε και μαύροι, ούτε και κίτρινοι.
Κατόπιν επεκτάθηκε η χρήση του και για Πακιστανούς, Ινδούς ακόμα και για τους Αφρικανούς οι οποίοι ανάλογα με την φυλή έχουν διάφορες αποχρώσεις δέρματος. Ειδικά αναφέρεται στους Αφρικανούς με το ανοιχτότερο δέρμα.
Υπάρχει και η λέξη σκουριά που προέρχεται από το «σκούρος» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πολλούς (βλ. παράδειγμα 2)
- Λοστρόμε, γιά φώναξε τους σκούρους στην κουβέρτα!
Πολλή σκουριά μαζεύτηκε σήμερα στην Νομαρχία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ναυτικός ορισμός του πούστη.
Η ετυμολογία της φράσης είναι η ίδια με αυτήν που δίνεται στην φράση το μπατάρισε στο ντήζελ.
- Τί γνώμη έχεις για τον Μάνο;
- Καίει ντήζελ του σκοτωμού!
Got a better definition? Add it!
Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ
Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.
Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.
Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.
Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.
'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;
- Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
- Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.
- Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
- Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.
Σχετικό: καίει ντήζελ
Got a better definition? Add it!