Further tags

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.

Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είδος κουδουνιού για τσοπανόσκυλα κυρίως, που κάνει τον χαρακτηριστικό ήχο τρακ τρακ τρακ, επειδή είναι πολλά μικρά κουδουνάκια μαζί.

  2. Το λένε κυρίως για ανθρώπους αλαφροΐσκιωτους, χαζούληδες. Κυρίως στην Αρναία Χαλκιδικής.

Α ρε μη τον δίνεις σημασία το χαϊβάνι αυτό, ντιπ για ντιπ τρακατάρι είναι, δεν το βλέπεις το ζαβό;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βόρειας Ελλάδας για τους Αθηναίους. Προφανώς από το «χάμω» (= «κάτω»), επειδή η Αθήνα είναι πιο νότια και επομένως πιο κάτω στον χάρτη.

-Τι με λλλες ρε συ; Χαλλλκίδα είναι το πάρτυ; Δεν μπορούσε να' τανε Χαλλλκιδική;
-Πλλλάκα με κάνεις ρε αδέρφι; Ούτε στον ύπνο τους δεν έχουνε δει Χαλλλκιδική οι χάμηδες! Δεν πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι τώρα να γίνουμε ζάντα κιετσ';

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.

Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.

-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;

οι πινέζες όμως παραμένουν οι ίδιες... (από BuBis, 28/09/09)δεν υπάρχουν! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.

Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.

- Ρε καρντασάκι, πότε θα βρεθούμε για κάνα καφέ;
- Χαλαρά δικέ μου, όποτε θες μέσα.

Δες και θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κλείνεται μέσα στο σπίτι και δε βγαίνει έξω απο αυτό. Ο βαριεστημένος για έξοδο, εκδρομή κλπ.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην περιοχή του Βοΐου Κοζάνης.
Ετυμολογία: Οι απόγονοι της ιστορικής οικογένειας Παπαζώλη ντρεπόταν να κυκλοφορήσουν στην πόλη μετά την ήττα των Ορλωφικών, στην οποία είχε συντελέσει ο ίδιος ο Παπαζώλης (ο οποίος και καταγόταν από τη Σιάτιστα της Κοζάνης).

-Πάμε καμιά βόλτα ρε σεις. Τι κλειστήκατε μέσα σαν τα Παπαζουγλάδικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified