Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κράτος - μπουρδέλο, κράτος - μπάχαλο, μπανανία, βλαχοδουκάτο.

Εκ του Μεγάλη Σοσιαλιστική Λαϊκή Λιβυική Αραβική Τζαμαχιρίγια < Great Socialist People's Libyan Arab Jamahiriya < (Arabic: ‏الجماهيرية العربية الليبية الشعبية الاشتراكية العظمى‎ al-Ǧamāhīriyyah al-ʿArabiyyah al-Lībiyyah aš-Šaʿbiyyah al-Ištirākiyyah al-ʿUẓmā).

Τυπική Τζαμαχιρίγια του Βλακανικού Νότου είναι και η Γελλάδα.

Γι' αυτό σου λέω, πλέρω το χαρτόσημο και κουλτούρα να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα. Πού να βγάλεις άκρη με τους νόμους και τους υπονόμους τους, στη τζαμαχιρίγια που ζούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατάστημα που πουλάει επώνυμα ρούχα και παπούτσια (αλλά και έπιπλα, ηλεκτρονικά κλπ) με εξαιρετικά (υποτίθεται) μειωμένες τιμές καθότι πρόκειται για πρόσφατα αποσυρμένα μοντέλα ή ελαφρώς ελαττωματικά.

Πολλές φίρμες ή καταστήματα έχουν τα δικά τους στοκατζίδικα (πχ. Καρούζος, Μπένετον, βγαίνετον κττ), αλλά υπάρχουν και καταστήματα εξ ορισμού τέτοια όπως πχ το factory outlet ή κάποια μικρά χωμένα από δω κι από κει σε γειτονιές που δεν πάει ο νους σου.

Τα μαγαζιά αυτά πάντα είχαν πέραση, είτε στους μη έχοντες χρήμα για πέταμα, ή σε όσους από άποψη ψωνίζουν έτσι, ή σε όσους χεστήκανε που κλάνανε για το αν αυτό που φοράνε είναι της μοδός. Σε εποχές κρίσης δε, φτουράνε ακόμα περισσότερο. Βέβαια ο λαός λέει ότι η φτήνια τρώει τον παρά, άλλο αυτό.

Από το αγγλικό stock, βέβαια.

Σς να μην συγχέεται με τα βίντατζ (vintage) ππου πουλάνε παλιά ρούχα ή/και δεύτερο χέρι.

Τα στοκατζίδικα είναι η λύση!
Όλοι έχουν δικαίωμα στο στυλ και στα επώνυμα ρούχα, αξεσουάρ και έπιπλα - κυρίως οι φοιτητές. Ευτυχώς που υπάρχουν τα στοκατζίδικα που δικαιώνουν αυτή την άποψη.

από το Λίφο (sic)

Got a better definition? Add it!

Published

Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το κρεοπωλείο, το χασάπικο.

Από το τούρκικο kasap = κρεοπώλης.

Απάντηση σε πελάτη της αγοράς:
- Τα μανάβικα βρίσκονται μετά τα χασαπλιά.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.

Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.

Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.

Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα γράμματα μέσα στη λέξη starbucks.

- Τι έγινε, τι θα κάνουμε σήμερα; - Δεν ξέρω, πάμε κανένα σού-μπού;

(από lef, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified