Συνώνυμο του μουνοπηγή, με τη διαφορά ότι η μουνοφωλιά αφορά μόνο το μέρος όπου συχνάζουν θεόμουνα.

Έκανα γενέθλια στο Circus στα Εξάρχεια κι άνοιξα μπουκάλι. Το μαγαζί είναι σκέτη μουνοφωλιά ρε μαλάκα. Σκέψου ότι είχαμε 10 γυναίκες γύρω μας και φύγαμε με 3 τηλέφωνα!

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα, κυρίως στον χώρο της διασκέδασης / εστίασης / τουρισμού, που πιάνει κώλο, τουτέστιν χρεώνει υπερβολικά τις υπηρεσίες του. Φαρμακείο. Μπορεί ν’ αναφέρεται είτε σε σούπερ κυριλέ μαγαζί, είτε, το συνηθέστερο, σε τυχάρπαστα λαμόγια που, ιδίως κατά τη θερινή σεζόν, επιθυμούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, την περατζάδα ή την καλή θέα του καταστήματος, την άγνοια της τοπικής κουζίνας από τους αλλοδαπούς επισκέπτες που όσο να ’ναι δυσχεραίνει τον άμεσο γευστικό εντοπισμό της φόλας και το γεγονός ότι μέχρι να την καταλάβουν θα έχουν φύγει και θα έχει αφιχθεί η επόμενη φουρνιά θυμάτων.

Ο δε ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως κωλοπιάστης.

- Πάμε στο bar restaurant; Έχω ακούσει ότι έχει φοβερή κουζίνα;
- Όχι ρε φίλε, κωλοπιαστράδικο είναι. Πάμε να φάμε καμιά μαρίδα να φχαριστηθούμε, να ’χει και χύμα κρασί να πιούμε όσο θέλουμε!

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος. Συνήθως σε εκείνα τα μέρη –μπαρς, καφετέριες, σουβλατζιδογυράδικα–, μόλις μπει γυναίκα ακολουθεί ταυτόχρονη μετατόπιση όλων των αντρικών κεφαλιών κατά 90 μοίρες προς το μέρος της και εξονυχιστικός έλεγχος της νεοαφιχθείσας.

Περιοχές της Ελλάδας που ανθεί η τάση της ψωλαρίας (πρόκειται για πληροφορία που δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητη στον ορισμό του λήμματος, αλλά σίγουρα θα ενδιαφέρει πολλές γυναίκες): Χανιά, Ηράκλειο, Κοζάνη, Ξάνθη. (Καλές διακοπές κορίτσια! )

Πω ρε, τι ψωλαρία είν' αυτή; Πάμε να φύγουμε, βιασμένες θα βγούμε απο 'δώ!...

(από mafie, 26/08/11)(από mafie, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώς γνωστόν η Μέκκα των απανταχού λεσβιών του πλανήτη είναι η γραφική Λέσβος, πατρίδα της πρώτης διδάξασας Σαπφούς. Ωσεκτουτού, χειμώνα-καλοκαίρι η Ερεσσός και οι γύρω περιοχές γεμίζουν από νταβραντισμένες λεσβίες τουρίστριες- προσκηνύτριες.

Μαζί με τα Ζαγοροχώρια, τα Μανιατοχώρια και άλλες θρυλικές περιοχές, τα Τζιβιτζιλοχώρια τοποθετούνται στο πάνθεον των τουριστικών προορισμών, ως παράδεισος των λεσβιών. Φυσικά, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από αυθεντικούς λέσβιους, να τονίσουμε οτι τα Τζιβιτζιλοχώρια είναι ου-τοπικά και η χρήση της λέξης μεταφορική.

- Άσε, δικέ μου, λέω φέτος να χτυπήσω μια Ίμπιζα. Τίγκα στα μουνάκια και στους γυμνιστές. Απελευθερωμένα πράγματα...
- Άμα ψάχνεις για απελευθερωμένα πράγματα, δεν χρειάζεται να πας μακριά: πήγαινε στα ξακουστά Τζιβιτζιλοχώρια Λέσβου. Μουνί να δεί το μάτι σου...

Live your myth in Τζιβιτζιλοχώρια. (Μυδασίστ: Βράσταμαν). (από Khan, 04/08/11)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος όπου λαβαίνει χώρα αυτή η σεξουαλική πράξη. Βασικά πρόκειται για χώρους σε πάρκα όπου παρέχουν τέτοιες εξυπηρετήσεις συνήθως αλλοεθνείς μελαμψοί άντρες (βλ. ειδικά παρτέρια στο Πεδίον του Άρεως).

- Πού αράζεις συνήθως να σε βρω;
- Να μωρέ, Πεδίον του Άρεως.
- Πού ακριβώς; Ολόκληρο δάσος είναι.
- Στις Πίπες.
- Ααααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο συγκεκριμένα από τον ορισμό που δίνει σύσλανγκος, το τσιμπουκάδικο είναι ένα ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του στοματικό σεξ, το τσιμπούκι ή μπουκιτσί.

Ασφαλώς ως τσιμπουκάδικο δεν θα χαρακτηριστεί το σταντέ γαμάδικο, που θα προσφέρει και το περισσότερο, δηλαδή το πλήρες γαμήσι. Το τσιμπουκάδικο ανήκει στον χώρο της ενδεχομενικότητας, δηλαδή είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που δεν προσφέρουν το σεχ επισήμως, αλλά στην ζούλα και καλούα. Πρόκειται για ένα ενισ-χυμένο φραπενείο που σερβίρει τον φραπέ με καλαμάκι. Συνήθως λέγεται για μασατζίδικα, και λίγο λιγότερο για πονηρά στριπτιτζάδικα ή κωλόμπαρα. Πάντως, κανονικά, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως τσιμπουκάδικο πρέπει το τσιμπούκι να είναι το μάξιμουμ που προσφέρει, ώστε να συνιστά ειδοποιό διαφορά του.

Για τις πρωϊνές καύλες σε μασατζίδικο ή σε τσιμπουκάδικο, γιατί τα γκογκο μπαρα ανοίγουν το απόγευμα. (Εδώ).

(από Khan, 09/03/11)σχετική περίπτωση μετά το 1:00 (από anchelito, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιχλώδες λόγω κάπνας χαμαιτυπείο όπου, άγνωστο γιατί, μαζεύονται όμορφες μεναγκό, δηλαδή ωραία τσιμπούκια, εξ ου το «τσιμπουκάδικο».

Να πάμε καμιά μέρα στα Εξάρχεια στον «πούστη γάτο», έχω ακούσει πως είναι καλό τσιμπουκάδικο, μαζεύει φίνα μωρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.

Ρε Λουκία, δεμπάει άλλο η αγαμία, πάμε να τημπέσουμε σε καναρχιδάλωνο να ψωνιστούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified