Λήμμα-ομπρέλα, όλος ο χρόνος κλασικό (sic), στο οποίο κάθε εποχή προσθέτει και το κατιτίς της σε σημασία.

  1. Κανονικά:
    α. Παίρνω κόλλα για να συναρμολογήσω κάτι που, λχ, έσπασε. Ως εκ τούτου...
    β. Κολλάω επειδή έπιασα την κόλλα και γέμισα τα χέρια μου, τα ρούχα μου, τα πάντα.

  2. Γίνομαι τσιμπούρι σε κάποιον, του / της κολλάω (εξού και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη)

  3. Την κολλάω σε κάποιον: του φέρνω έντονη αντίδραση, του πάω πολύ κόντρα. Εδώ κολλάει* κάπως και η σχετική έκφραση: «τον κολλάω στον τοίχο», δηλαδή τον αποστομώνω για τα καλά.

  4. «δένω», ταιριάζω. Το λέμε για τα πάντα («κολλάει παντού», δηλαδή, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση...)

  5. Συμφωνώ με ενθουσιασμό με κάποιον και κολλάμε τα χέρια λέγοντας «κόλλα το!»

  6. Είμαι πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα ένα πράμα.

  7. Είμαι τραγούδι, εύπεπτη μελωδιούλα, και κολλάω στο μυαλό κάποιου και από τη στιγμή αυτή κι έπειτα δεν μπορεί να με ξεφορτωθεί και το τραγουδάει όλη μέρα.

  8. Αποκτώ εμμονή με κάτι, τρώω κόλλημα, σκαλώνω. Αυτό μπορεί να είναι μελωδία, γεύση, κατάσταση, άνθρωπος, ζώο, φυτό, τόπος, μυρουδιά, ατάκα, τα πάντα. Και μου συμβαίνει είτε γιατί είμαι ψυχαναγκαστικό ατομάκι, ή γιατί έχω καπνίσει κανα καλό.

  9. (πεπαλαιωμένο): Είμαι η βελόνα του πικάπ και ο δίσκος έχει χαρακιά και παίζω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά και κάποιος τρέχει να με πάει παρακάτω λέγοντας «Ωπ! κόλλησε η βελόνα!»

  10. Είμαι τσαπατσούλης και ό,τι νά 'ναι και τα κάνω όλα στο αρπαχτό -εδώ κολλάει το άρπα-κόλλα.

Γκραν γκρινιόλ μονόπρακτο σε 10 σκηνές:

1.α.
- Αχ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!!! τό 'σπασες! Ήταν της μαμάς μου! - Δεν πειράζει μωρό μου, μη μου σκας, θα το κολλήσω εγώ, να, τώρα.

1.β. (πάνω που έχει κολλήσει το μισό)
- Πού έχουμε την βενζίνη; Κολλάν τα χέρια μου από την κόλλα...
- Ρε μωρό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά σωστά;

  1. (είναι σκυμένη από πάνω του και κοιτάει να δει πώς το κάνει)
    - Έλα μωρέ, μη μου κολλάς τώρα, πήγαινε μέσα κι άσε με να το κάνω μόνος μου και όταν τελειώσω θα σε φωνάξω, έτσι;

  2. (θυμώνει και του τη λέει)
    - ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Μη μου κολλάς εμένα! Δε φτάνει που μου κάνεις το σπίτι μπουρδέλο και δεν λέω τίποτα, τώρα μου το γέμισες και με κόλλες, πού ξέρω τι ζημιά ακόμα θα κάνεις...

  3. ... Άσε που λέρωσες και το καλό σου το παντελόνι. Σου 'χω πει χιλιάδες φορές να μην κάνεις μαστορέματα καλοντυμένος. Τώρα τι θα φορέσεις απόψε; Το άλλο σου παντελόνι δεν κολλάει με το πουκάμισο που σου σιδέρωσα!

  4. (δεν κολλάει εδώ παράδειγμα...)

  5. (μετά από σαράντα λεπτά)
    - Ουφ, το τελείωσα. ΑΓΑΠΗ ΕΛΑ, ΕΤΟΙΜΟ! (έρχεται)
    - Α τι ωραίο που έγινεεεε Ούτε που φαίνεται ότι είχε σπάσει! - Είδες; Εμ τι λέμε τώρα... Μπρίκια κολλάμε; Χα!
    (πάει να τον αγκαλιάσει)
    - Μη μη μη! Κολλάω ολόκληρος! Πάω να κάνω μπάνιο!

  6. (τραγουδάει στο μπάνιο):
    «Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
    για όλη σάς τη φαμελιά
    ένα τεράστι-ο μπουκάλι
    λουσιμό για τα μαλλιά»

  7. (αυτή, απ' έξω):
    - Ώχου ρε μωρό, πάλι κόλλησες με αυτή τη διαφήμιση, δεν αντέχω να το ακούω πάλι!

  8. (όμως τον ξανακούει να το τραγουδάει):
    - Κατάλαβα... κόλλησε ο βελόνα...

  9. (πάει μέσα, βάζει μουσική, κάτι άλλο για να μην τον ακούει, ανάβει τσιγάρο και πα να δει το σπασμένο αντικείμενο που ξανακόλλησε. Μουρμουράει:)
    - Τώρα που το βλέπω καλύτερα, τι του λες, πάντα βιαστικός, πάντα άρπα-κόλλα, σαν τα μούτρα του τό 'κανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. εκνευρίζω κάποιον, τον κουρδίζω, τον προκαλώ / θυμώνω πολύ, τσαντίζομαι, είμαι έτοιμος να τσακωθώ
  2. ερεθίζω /-ομαι, καβλώνω
  3. μαστουρώνω, μεθάω
  4. σουλουπώνομαι, φτιασιδώνομαι, βάφομαι, ντύνομαι.
  5. ταχτοποιούμαι (ανέρχομαι) επαγγελματικά
  6. χαλάω την διάθεση κάποιου
  7. διορθώνω
  1. Τον έφτιαξα τον δικό σου, τον έκανα πύρκαυλο με αυτά που του αποκάλυψα για τη Λίλιαν και πάει γραμμή τώρα να της τα πει ένα χεράκι... θα γίνει χαμός!

  2. Γιατί ρε μωρό μου δε φοράς πια εκείνα τα καβλιάρικα εσώρουχα που με φτιάχνανε έτσι ωραία και μου' ρχεσαι όλο με το περιοδόβρακο...

  3. Πάλι τα ίδια, κάθε μέρα έρχεται φτιαγμένος στη δουλειά, τα κάνει μαντάρα και πρέπει να βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα...
    (σ.σ. σόρυ για το λινκ, αυτό έχουμε!)

  4. Δώσε μου μισό να φτιαχτώ λιγάκι να μην είμαι έτσι χάλια -και σε πέντε φύγαμε!

  5. Είδες πώς φτιάχτηκε ο γιόκας τής κυρα-Περμαθούλας; Όχι θα τον άφηνε στα χαμηλά, τι νόμιζες... Σε λίγο θα γίνει Λαμπράκης στη θέση του Λαμπράκη έτσι όπως πάει.

  6. Τι να σου πω, μας έφτιαξες με τις αηδίες σου πρωινιάτικα...

  7. Φτιάξ' το μου ρε συ το γαμίδι, πάλι χάλασε ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «μ' αυτά και μ' αυτά», δηλώνει :

1) Την επανάληψη ασήμαντης ή προγραμματισμένης δραστηριότητας χωρίς εξάρσεις , εκπλήξεις κι αλλαγές στα ρουτινιάρικα τεκταινόμενα.
Ουσιαστικά περιγράφεται η συγκεκριμένη δράση ως ασήμαντη και άσκοπη που κάνει τους συμμετέχοντες είτε να μην μπορούν να προχωρήσουν το έργο τους είτε να βαριούνται αφόρητα.

2) Επίσης χρησιμοποιείται για να καταδείξει κάποια ομαδοποίηση ερεθισμάτων ικανά να προκαλέσουν ανάσυρση κοινών συνειρμών και αναμνήσεων, παλιότερων φυσικά γεγονότων...

3) κι ακόμη σε σειρά ομαδοποιημένων δυσκολιών και αντιξοοτήτων που επιβραδύνουν και δυσκολεύουν την επίτευξη κάποιου στόχου.

Συνήθως η συγκεκριμένη έκφραση συνοδεύεται από το ρήμα «φτάσαμε» δείχνοντας έτσι ότι η διπλή χρήση της οριστικής αντωνυμίας σαφώς αναφέρεται σε κάποιου είδους δράση.

1) Το παιχνίδι είναι σούπα, μονομαχίες στο κέντρο, σκληρά μαρκαρίσματα και λάθος μπαλιές... Μ 'αυτά και μ' αυτά λοιπόν φτάσαμε στο ογδόντα πέντε και το σκορ είναι στο μηδέν - μηδέν.

2) ... Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε... (απο μπλογκ).

3) ... Τέτοια διαδρομή δεν έχουμε κάνει και τη συνιστούμε αν θέλετε να ζήσετε το απόλυτο offroad, με φόντο τα Ιμαλάια παρακαλώ. Ο δρόμος, ήταν κυρίως σκληρό χώμα με τρύπες και κροκάλες, με ατέλειωτα νεροφαγώματα από τα χιόνια που λιώνουν και πιο σπάνια υπήρχαν κάποια κομμάτια ασφάλτου, που και πάλι ήταν μέσα στην ανωμαλία. Μέσα σε όλα αυτά είχαμε και τις νταλίκες που έπρεπε να προσπερνάμε ή να περιμένουμε να περάσουν αφού το πλάτος του δρόμου αυτού είναι δεν είναι τρία μέτρα. Μ ' αυτά και μ' αυτά φτάσαμε μόνο μέχρι το Κέιλονγκ την πρωτεύουσα τις κοιλάδας Λαχαούρ, στα 3.600 μόλις μέτρα... (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σύφιλη: γνωστό αφροδίσιο μεταδοτικό νόσημα, που τα παλαιότερα χρόνια ως γνωστόν ήταν ανίατος λόγω ελλείψεως ανάλογης φαρμακευτικής αγωγής.

Η νόσος κατέληγε σε τρέλα. Όταν λοιπόν κάποιος συφιλιάζεται σημαίνει ότι τρελαίνεται.

Πήγα να ζητήσω ένα χαρτί από την εφορία και, μόλις έφτασα μετά από ώρες στο κατάλληλο γραφείο, η υπάλληλος λιμάριζε τα νύχια της! Συφιλιάστηκα! Χρειάστηκαν πέντε νομάτοι να την πάρουν από τα χέρια μου!!!

Friedrich Nietzsche: Οι κακές γλώσσες λένε ότι η "τρέλα" του και το "τρελό" βλέμμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του οφείλονται σε επίσκεψη σε συφιλιάρα. (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified