Μεταφορικά, οι σάλτσες είναι όλα αυτά τα γευστικά αλλά μη απαραίτητα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζουμε τον λόγο μας για να τον κάνουμε πιο ελκυστικό. Συνήθως βάζουμε σάλτσες όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν περιγράφουμε ένα κατόρθωμά μας ή όταν λέμε ένα ανέκδοτο.

Βασικό συστατικό της σάλτσας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι υπερβολές προς την κατεύθυνση που μας βολεύει. Οπωσδήποτε, όμως συναντώνται και οι άσχετες λογοτεχνίζουσες αναφορές και περικοκλάδες του λόγου μας. Ο όρος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έστω και μια μπουκιά πραγματικό φαγητό πάνω στο πιάτο, δηλαδή ένα γεγονός ή μια άποψη, διαφορετικά έχουμε περάσει στην παπαρολογία.

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, στην έκφραση βάζω σάλτσες, αν και ο γράφων έχει ακούσει να χρησιμοποιείται και ο ενικός. Πρβλ. και άσε τις σάλτσες και έλα στο ψητό και άσε τα φιλοσοφικά.

Πρόκειται για πολύ παλιά χρήση της λέξης «σάλτσα» που, περιέργως, δεν βρέθηκε καταγεγραμμένη στον Τριανταφυλλίδη (βλ. εδώ, όπου και η κυριολεκτική σημασία και ετυμολογία). Όχι, δεν έχω άλλα λεξικά να το κοιτάξω γιατί είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος σλανγκιστής...

  1. - Λέγε ρε, από γκόμενα ζειπέ ποτατί;
    - Ναι φίλε! Τραβιέμαι με μία από τη σχολή τώρα. Χθες ήρθε πρώτη φορά από το σπίτι.
    - Και;
    - Είχαμε βγει για ένα ποτάκι παραλία, μετά κλαμπάκι, χορέψαμε λίγο, εντωμεταξύ έχει μια κορμάρα κόλαση. Μας χάζευαν όλοι σά πεινασμένοι. Φορούσε ένα μπλουτζίν κολλητό, κάτι πόδια, τι να σου λέω, από τον κώλο μέχρι το πάτωμα πόδια. Είχε και κάτι στρασάκια πίσω, ακόμα μπροστά στα μάτια μου τά 'χω. Μού 'κανε κάτι κουνήματα, κάτι ματιές, μιλάμε τρελή για μένα με καραγουστάρει η κοπέλα.
    - Και;
    - Ε, την έβαλα σ' ένα ταξί, αυτή όλο μού 'λεγε πρέπει να πάω σπίτι και θ' ανησυχεί η συγκάτοικος και τέτοια, αλλά άλλο που δεν ήθελε. Εγώ είχα μάθει γι' αυτήν ότι κάνει την δύσκολη στην αρχή, μου τά 'χε πει ο Μπάμπης απ' το Παιδαγωγικό που την πηδούσε ένα φεγγάρι αλλά τα χαλάσανε γιατί...
    - Ρε μαλάκα άσ' τις σάλτσες, γάμησες ή όχι;
    - Ε ναι ρε φίλε, γάμησα!
    - Α να γεια σου πια! Ο προστάτης μου θά 'σκαγε!

  2. - Ωχ! Τι έγινε στο στενό, τι φασαρία είναι αυτή;
    - Κάποιον μαζεύει το περιπολικό. Στάσου, έρχεται ο Ντάνης. Ρε Ντάνη, πήρε το μάτι σου τίποτα, τι παίχτηκε;
    - Γκάιζ, πήγα στον Νοστιμούλη να χτυπήσω ένα σαντουϊτσάκι...
    - Ναι;
    - ...και δεν είχε κοτόπουλο και του είπα βάλε ένα μπιφτέκι...
    - Ν-ναι;
    - ...ήτανε κι ο Τζόνις εκεί, από το ΤΕΛ...
    - Ντάνη, άσε τις σάλτσες, με τον τσαμπουκά τι έγινε;
    - Δεν ξέρω, δεν πήρα πρέφα τη φάση. [Σ.σ.: Ο Ντάνης αποδείχτηκε παπαρολόγος και όχι σαλτσολόγος.]

  3. - Γιάννη τελικά πώς ήτανε η μονάδα σου στην Ξάνθη;
    - Ψιλογαμησάκι ρε συ... Αγγαρείες, σκοπιές, αγήματα, εμπλοκή δεκαπέντε-μία...
    - Τι πίπες μας λες ρε; Ο Μπιλάκος που ήτανε μαζί σου μας είπε ότι σας πήγαινε δύο-μία!
    - Νταξναούμ, έβαλα και λίγη σάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-ομπρέλα, όλος ο χρόνος κλασικό (sic), στο οποίο κάθε εποχή προσθέτει και το κατιτίς της σε σημασία.

  1. Κανονικά:
    α. Παίρνω κόλλα για να συναρμολογήσω κάτι που, λχ, έσπασε. Ως εκ τούτου...
    β. Κολλάω επειδή έπιασα την κόλλα και γέμισα τα χέρια μου, τα ρούχα μου, τα πάντα.

  2. Γίνομαι τσιμπούρι σε κάποιον, του / της κολλάω (εξού και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη)

  3. Την κολλάω σε κάποιον: του φέρνω έντονη αντίδραση, του πάω πολύ κόντρα. Εδώ κολλάει* κάπως και η σχετική έκφραση: «τον κολλάω στον τοίχο», δηλαδή τον αποστομώνω για τα καλά.

  4. «δένω», ταιριάζω. Το λέμε για τα πάντα («κολλάει παντού», δηλαδή, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση...)

  5. Συμφωνώ με ενθουσιασμό με κάποιον και κολλάμε τα χέρια λέγοντας «κόλλα το!»

  6. Είμαι πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα ένα πράμα.

  7. Είμαι τραγούδι, εύπεπτη μελωδιούλα, και κολλάω στο μυαλό κάποιου και από τη στιγμή αυτή κι έπειτα δεν μπορεί να με ξεφορτωθεί και το τραγουδάει όλη μέρα.

  8. Αποκτώ εμμονή με κάτι, τρώω κόλλημα, σκαλώνω. Αυτό μπορεί να είναι μελωδία, γεύση, κατάσταση, άνθρωπος, ζώο, φυτό, τόπος, μυρουδιά, ατάκα, τα πάντα. Και μου συμβαίνει είτε γιατί είμαι ψυχαναγκαστικό ατομάκι, ή γιατί έχω καπνίσει κανα καλό.

  9. (πεπαλαιωμένο): Είμαι η βελόνα του πικάπ και ο δίσκος έχει χαρακιά και παίζω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά και κάποιος τρέχει να με πάει παρακάτω λέγοντας «Ωπ! κόλλησε η βελόνα!»

  10. Είμαι τσαπατσούλης και ό,τι νά 'ναι και τα κάνω όλα στο αρπαχτό -εδώ κολλάει το άρπα-κόλλα.

Γκραν γκρινιόλ μονόπρακτο σε 10 σκηνές:

1.α.
- Αχ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!!! τό 'σπασες! Ήταν της μαμάς μου! - Δεν πειράζει μωρό μου, μη μου σκας, θα το κολλήσω εγώ, να, τώρα.

1.β. (πάνω που έχει κολλήσει το μισό)
- Πού έχουμε την βενζίνη; Κολλάν τα χέρια μου από την κόλλα...
- Ρε μωρό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά σωστά;

  1. (είναι σκυμένη από πάνω του και κοιτάει να δει πώς το κάνει)
    - Έλα μωρέ, μη μου κολλάς τώρα, πήγαινε μέσα κι άσε με να το κάνω μόνος μου και όταν τελειώσω θα σε φωνάξω, έτσι;

  2. (θυμώνει και του τη λέει)
    - ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Μη μου κολλάς εμένα! Δε φτάνει που μου κάνεις το σπίτι μπουρδέλο και δεν λέω τίποτα, τώρα μου το γέμισες και με κόλλες, πού ξέρω τι ζημιά ακόμα θα κάνεις...

  3. ... Άσε που λέρωσες και το καλό σου το παντελόνι. Σου 'χω πει χιλιάδες φορές να μην κάνεις μαστορέματα καλοντυμένος. Τώρα τι θα φορέσεις απόψε; Το άλλο σου παντελόνι δεν κολλάει με το πουκάμισο που σου σιδέρωσα!

  4. (δεν κολλάει εδώ παράδειγμα...)

  5. (μετά από σαράντα λεπτά)
    - Ουφ, το τελείωσα. ΑΓΑΠΗ ΕΛΑ, ΕΤΟΙΜΟ! (έρχεται)
    - Α τι ωραίο που έγινεεεε Ούτε που φαίνεται ότι είχε σπάσει! - Είδες; Εμ τι λέμε τώρα... Μπρίκια κολλάμε; Χα!
    (πάει να τον αγκαλιάσει)
    - Μη μη μη! Κολλάω ολόκληρος! Πάω να κάνω μπάνιο!

  6. (τραγουδάει στο μπάνιο):
    «Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
    για όλη σάς τη φαμελιά
    ένα τεράστι-ο μπουκάλι
    λουσιμό για τα μαλλιά»

  7. (αυτή, απ' έξω):
    - Ώχου ρε μωρό, πάλι κόλλησες με αυτή τη διαφήμιση, δεν αντέχω να το ακούω πάλι!

  8. (όμως τον ξανακούει να το τραγουδάει):
    - Κατάλαβα... κόλλησε ο βελόνα...

  9. (πάει μέσα, βάζει μουσική, κάτι άλλο για να μην τον ακούει, ανάβει τσιγάρο και πα να δει το σπασμένο αντικείμενο που ξανακόλλησε. Μουρμουράει:)
    - Τώρα που το βλέπω καλύτερα, τι του λες, πάντα βιαστικός, πάντα άρπα-κόλλα, σαν τα μούτρα του τό 'κανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά τα χρόνια λέγαν τον φούρνο όπου φουρνίζαν τα φαγητά τους. Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε την λέξη όταν θέλουμε να πούμε ότι θα βάλουμε κάπου φωτιά, θα τα κάψουμε όλα.

Αγανακτησμένοι διαδηλωτές μεταξύ των: - Ρε τα μουνιά, σπάσαν την πορεία στην Ομόνοια γαμώ τα δακρυγόνα τους, δεν προχωράει...
- Μην μασάτε ρε... φουρνέλο παντού ρε... και στο δέντρο του Κακλαμάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδική (ή και μπαρμπαδίστικη) slang που σημαίνει γενικά οχλαβοή, ομαδική φωνασκία και γενικότερα δηλώνει ενόχληση από τον λέγοντα.

Λανθασμένα ως χάβρα εννοείται η εβραϊκή βουλή (ή συνέλευση δεδομένου του ότι η έννοια της βουλής με την έννοια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ μεταγενέστερη). Στην πραγματικότητα χάβρα είναι ο τόπος ομαδικής προσευχής των Ιουδαίων. Ίσως έχει παρερμηνευθεί ο όρος για δύο λόγους:

Α. Μετά τη λήξη των προσευχών υπήρχαν διαδικασίες διαβούλευσης για θέματα της εβραϊκής κοινότητας και ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν δια βοής, ή εν πάση περιπτώσει η ομαδική συζήτηση που ίσως κατέληγε και σε φωνασκίες. Η έννοια της χάβρας έμεινε παροιμιώδης λόγω της λειτουργία αυτής.

Β. Στην αρχαία σπαρτιατική βουλή, την Απέλλα, είναι γνωστό ότι η διαβούλευση (για τα απολυταρχικά δεδομένα της αρχαίας Σπάρτης πάντα) γίνονταν αποκλειστικά δια βοής, όχι με ανάταση του χεριού ή άλλο τρόπο και γίνονταν... διάλογος κραυγών! Ίσως (λέω ίσως, υπόθεση κάνω) λόγω του κοινού τρόπου λειτουργίας των δύο κοινοβουλίων να έχουν μπερδευτεί στην λαϊκή συνείδηση και για αυτό να αναφέρεται η Απέλλα ως χάβρα.

Σημειωτέον του πόσο έχει περάσει αυτή η εικόνα στη λαϊκή μας παράδοση είναι ότι υπάρχει περιοχή στην Ημαθία με την ονομασία Χάβρα, ενώ σε πόλεις με ευρεία Εβραϊκή παρουσία ήταν μέρος της καθημερινότητας (πχ. Θεσσαλονίκη ως τον Β'ΠΠ και άλλες).

Ίσως στο μέλλον να μείνει παροιμιώδης και η νοτιοκορεάτική βουλή όπου οι βουλευτές ασκούνται σε πολεμικές τέχνες (μεταξύ τους εννοείται, όλοι εναντίων όλων), η Τουρκική βουλή όπου, με εξαίρεση την βόμβα υδρογόνου, όλα τα υπόλοιπα όπλα επιτρέπονται και φυσικά την ελληνική βουλή όπου, εκτός από την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες (ρουσφέτια, βολέματα κτλ) επιτρέπονται!

Παρακαλείται ο Τζίζας ο Ναζ Ωραίος ο εκ Γαλλίας ορμόμενος (σλάγκος αληθινός εις σλαγκίον αληθινόν) να συμβάλει εις την διαπλάτυνση τοιαύτου λήμματος ευχαριστώ!

Χασισόφρων: «Οποία φασαρία εις τον όμμορο τεκέ! Δεν δύναμαι να συγκεντρωθώ εις τον αργιλέ μου μετά κατανύξεως, ίνα φουμάρω τη τελευταία πρέζα ζουζού! ΠΛΕΟΝ!»

Χαπακεύς: «Πράγματι φίλτατε! Τοιαύτη κατάστασις ου βαίνειν περαιτέρω! Ουκ έστιν τεκές αλλά χάβρα Ιουδαίων!»

χάβρα-dance (από MXΣ, 24/08/10)yoga-τρέλλα (από MXΣ, 25/08/10)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχεις δίκιο, το ζητάς και δεν το βρίσκεις. Πας για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος:

...ξαφνικά ο αντικειμενικά κακός της ιστορίας σου εμφανίζει επιχειρήματα από το πουθενά, τόσο πειστικά, που ενδεχομένως πείθει ακόμα και σένα ότι αυτός έχει το δίκιο. Και εκεί που 'χεις το πάνω χέρι στη συζήτηση και πιστεύεις ότι θα έχει θετική έκβαση για σένα (σ.ς. και είσαι έτοιμος να γαμήσεις και να δείρεις μια και έχεις δίκιο και είναι η ευκαιρία σου για επικράτηση σε αυτό τον ανταγωνιστικό κόσμο), ξαφνικά βρίσκεσαι στην δυσάρεστη κατάσταση να απολογείσαι για τα αυτονόητα.

Εμ σε έψησε, εμ σε γυρνάει να ψηθείς κι από την άλλη. Εν ολίγοις, φέρνει την κατάσταση τούμπα, όπως ακριβώς γυρνάει ένας ψήστης τα μπιφτέκια να ψηθούν και από την άλλη πλευρά. Τούμπα τα μπιφτέκιααα.

Είναι μια εντελώς ενοχλητική κατάσταση (όταν το παίρνεις χαμπάρι τι παίχτηκε) γιατί μένεις μαλάκας, αλλά αν κάποια στιγμή ξεκολλήσεις καταλαβαίνεις το παράλογο του θέματος. Σε αυτή την περίπτωση τα παίρνεις στο κρανίο με τον άλλο και με τον εαυτό σου επίσης. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να μην το πάρεις χαμπάρι, οπότε ψήστης ρουλζ (βλ. παράδειγμα).

Ομάδες υψηλού κινδύνου ως λεκτικοί ψήστες είναι κατά κύριο λόγο:

  • δικηγόροι
  • ζώδια του αέρα που το 'χουν το μπίρι-μπίρι (υδροχόοι, δίδυμοι και ζυγοί)
  • γυναίκες (γενικώς το 'χουν λίγο παραπάνω οι γυναίκες γιατί αναντάμ παπαντάμ ο αγώνας προς επιβίωση σε ανδροκρατούμενες κοινωνίες τις έχει κάνει να ξέρουν να ελίσσονται)
  • πούστρες (ομοίως με παραπάνω)

Η Τασούλα είχε μια δύσκολη μέρα. Γυμναστήριο, χαλαρή κουβεντούλα με τον σφίχτη που έκανε διάδρομο απέναντί της, μασάζ προσώπου, μανικιούρ-πεντικιούρ στο σπα του γυμναστηρίου, κομμωτήριο, καφέ με την κουμπάρα της και εξιστόρηση των τεκταινομένων με τον σφίχτη και μετά ψώνια για σέξι εσώρουχα. Γύρισε ξέπνοη στο σπίτι λίγο πριν μπει ο Τάκης κατάκοπος. Παραγγέλνει σουβλάκια. Ο Τάκης αγριεμένος:

-Τι έγινε ρε Τασούλα, πού είναι το φαΐ; Τι σουβλάκια είναι αυτά πάλι; Όλη μέρα είμαι στην οικοδομή και λιώνω με το πιλοφόρι και έρχομαι σπίτι για να φάω σουβλάκια;

Χέρια στην μέση, γλώσσα του σώματος λέει «το νου σου κακομοίρη μου» και γλώσσα του στόματος λέει (χείμαρρος, όλο με μια αναπνοή):

-Α, για άκου να σου πω Τάκη μου, χτες το βράδυ ήθελες γλέντια όλη νύχτα, με ξεθέωσες πάλι, τρεις φορές σου κάθισα, σου δωσα και κώλο, με κοψομέσιασες και τίποτα δεν μου έκανες και έχεις και τα μούτρα τώρα να ζητάς και φαΐ; Τι άνθρωπος είσαι εσύ ρε, παλιοεγωίσταρε, που με είχε η μανούλα μου στα ώπα-ώπα και έπεσα στα χέρια σου να μαρτυρήσω έτσι, να μην εκτιμάς τίποτα. ...και σιγά την δουλειά που έκανες ρε Τάκη όλη μέρα, έρχεσαι και μου το παίζεις θλιμμένος και μου κάνεις σκηνικό γιατί ήθελες να βρεις κι ένα καλό γεύμα, ενώ το μόνο που κάνεις είναι να ανακατεύεις έναν ασβέστη με αμμοχάλικο, την ώρα που εγώ είχα τόσες δουλειές και παρόλα αυτά έτρεχα να βρω να σου πάρω δώρο το σετάκι τα κόκκινα διαφανή εσώρουχα που είδαμε τις προάλλες στην βιτρίνα και καύλωσες, άει σιχτίρι πια εδώ μέσα, βαρέθηκα! (ζμπαμ πόρτα).

Τάκης άναυδος. Τρώει τα σουβλάκια στενοχωρημένος. Την αδίκησε.

Συμπέρασμα: η Τασούλα είναι κορυφαία ψήστρια και τα 'φερε τούμπα τα μπιφτέκια. Τασούλα ρουλζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στο πλήρες έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές. Το πρώτο σκέλος ακούγεται και σε πολλές εύχρηστες παραλλαγές (παράδειγμα 5).

Η έκφραση δηλώνει:

  1. Επιφύλαξη για τον ενθουσιασμό του συνομιλητή μας ν' αποκτήσει μια ιδιότητα που εμείς έχουμε ήδη, να μετακομίσει στην πόλη μας, να ασκήσει το επάγγελμά μας, να αγοράσει την ίδια μάρκα αυτοκίνητο με το δικό μας και λοιπά και λοιπά. Εκφράζουμε, δηλαδή, με ήπια ειρωνεία την απαρέσκειά μας που κάποιος θα μας μιμηθεί είτε γιατί αυτό είναι κακό γι' αυτόν (παράδειγμα 1), είτε γιατί είναι κακό για εμάς (παράδειγμα 2) είτε και τα δύο (παράδειγμα 3).

  2. Πραγματική χαρά που κάποιος θα μας συντροφεύσει σε κάτι, συνήθως όχι ιδιαίτερα σημαντικό: ένα πάρτυ, μια εξόρμηση ή κάτι ανάλογο (μη τυχόν και πάει το μυαλό σας εδώ). Ιδίως αν έχουμε πρόβλημα στο να μαζέψουμε λαό.

Ο άντρας που χρησιμοποιεί την έκφραση σίγουρα διακατέχεται από την παιχνιδιάρικη διάθεση μιας λαρτζ ξεκομπλαρισμένης ανδροπρέπειας, στο ίδιο μήκος κύματος με το «τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!» ή το να απευθύνεται κανείς στην παρέα του ως «κορίτσια».

Ακόμα κι όταν το «πολλές» αναφέρεται κυριολεκτικά σε γυναίκες, η φράση έχει κι εκεί μιαν αυτοτέλεια, μια χαριτωμενιά που στέκεται από μόνη της στο λόγο και μεταφέρει την αύρα της, σε φάση «λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα». Η διαφορά είναι πως σ' αυτήν την περίπτωση η κυριολεκτική διάθεση επεκτείνεται κατά κανόνα και στην πρόσκληση (παράδειγμα 6).

  1. - Παιδιά, όλοι εσείς για εγγραφή περιμένετε;
    - Ναι, αλλά η ουρά ξεκινά απ' το αμφιθέατρο.
    - Α καλά, τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Ε δε γαμείς, θα περιμένω, τι να κάνω;
    - Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  2. - Πρόσεχε την μπέμπα που πάει να χωθεί!
    - Ωραία. Δεν μας έφτανε το μποτιλιάρισμα, έχεις και τον μαλάκα να κάνει ταρζανιές. Πάλι θα χάσουμε το φανάρι για την έξοδο...
    - Σου κάνει κάτι νοήματα.
    - Άντε ρε αγόρι μου, έχεις μπει μισός μπροστά μου και τώρα μου ζητάς να σ' αφήσω; Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  3. - Καλά ρε φίλος, θ' αφήσεις το νησί και θα έρθεις σ' αυτό το μπουρδέλο την Αθήνα; Κι εγώ πού θα πηγαίνω το καλοκαίρι;
    - Γιατί, εσύ τι έκανες; Εκεί δεν έψαχνες από την αρχή για δουλειά;
    - Τεσπά, τι να σου πω. Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  4. - Τελικά είμαι εξοδούχος σήμερα, πού είστε;
    - Στο Κυβερνείο για ποτάκι, άντε έλα να γίνουμε πολλές!

  5. - Λες να γραφτώ κι εγώ σ' αυτό το slang.gr;
    - Γράψου κι εσύ να γίνουμε πολλές. Στ' αρχίδια μου κιόλας.

  6. Από εδώ:
    «Για γυναίκες, που αγαπούν γυναίκες..»
    Ωραιότατο φόρουμ για εμάς και μόνο εμάς! Ελάτε να γίνουμε πολλές;p

(Σ.ς.: Η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι μια ευχάριστη σύμπτωση στο στατιστικό δείγμα, όχι απαραίτητο νοηματικό περιεχόμενο του λήμματος.)

Στο 0.38. (από Khan, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την λεξικογραφημένη σημασία της, πέρα από την υπάρχουσα καταχώρησή της στο slang.gr, και γιατί όχι, και πέρα από την Αφρική, η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ελαφρώς μη δόκιμα: προσδιορίζοντας τον μήνα, τον χρόνο ή άλλη παρόμοια έννοια, δηλώνει ότι αυτή η χρονική περίοδος δεν πρέπει να λογίζεται ολόκληρη αλλά ελαττωμένη κατά κάτι, λειψή.

Συνήθως αναφέρεται στο παρελθόν, επιτρέποντας στον ομιλούντα να οριοθετήσει κάποιο ήδη διανυθέν χρονικό διάστημα.

Η διαφορά της παρούσας με την πιο καθιερωμένη σημασία έγκειται στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ελλείπουσα ποσότητα, και μάλιστα άυλου μεγέθους (του χρόνου) και όχι ποιότητα.

  1. «Αντί για 11,90 ευρώ τελική τιμή συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19% για τον Ιούνιο και κάτι λιγότερα για τον Μάιο (που είναι σκάρτος μήνας και όχι ολόκληρος), με χρεώνουν 20,5 € ανά μήνα! Δηλαδή 72% πάνω από [...]»
    (Από εδώ)

  2. «Αν θέλετε μπορείτε να μην το πιστέψετε. Το πιο αξέχαστο (όχι το καλύτερο) το έκανα σε ένα οίκο ανοχής στην Πάτρα. Και λέω αλήθεια. Πάει σκάρτος χρόνος. Είχα πάει κάνα δυο φορές και είχα γνωριστεί λίγο με την κοπέλα. Απλά είχαμε ξεπεράσει τα πολύ τυπικά. Όμως εκείνη την νύχτα [...]»
    (Η συνέχεια εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified