Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ο χαρακτήρας κάποιου παιχνιδιού που είναι υψηλού λέβελ (βλ. λεβελιάζω)

Δεν μπορούσαμε να περάσουμε την αποστολή, αλλά μπήκε στο γκρουπ ένας λεβίτης και μας βοήθησε.

Λευΐτης (από protnet, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.

Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.

(από Khan, 29/04/14)

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι απίστευτο. Που είναι δηλαδή στην «Οδό Απιστεύτου».

Καλέ τι έμαθα; Χωρίσατε; Απιστεύτου! Εσείς πηγαίνατε για νυφικά!

Δες και γενική αντί ονομαστικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο ατομάκια που έγιναν γνωστά στις αρχές του '90, από μια κασέτα με φάρσες που έκαναν στο τηλέφωνο. Τα έχωναν πολύ άγρια (βόθρος το στόμα τους) και ήταν πολύ ετοιμόλογοι.

Διαδόθηκαν στο ίντερνετ γύρω στο 2000 όταν οι φάρσες κυκλοφόρησαν σε mp3 απο διάφορα σάιτ.

(από φάρσα)
- Τον Λέντη θα ήθελα.
- Ποιον Λέντη;
- Τον πούτσο μου τον λεβέντη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά τα μικρού κυβισμού μηχανάκια, λόγω του ξηρού αστείου ήχου που βγάζουν οταν οι αναβάτες του βάζουν μια εξάτμιση ή βγάζουν τον σιγαστήρα της ήδη υπάρχουσας εργοστασιακής και νομίζουν πως θα έχουν το ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα με μια Harley.

- Τι είναι αυτός ο ήχος; Σα μηχανή του γκαζόν ακούγεται! - Το παλικάρι είναι που περνά με το πρι - πρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος πορδής η χαλαρότητα της οποίας θυμίζει ακουστικά τον χαρακτηριστικό ήχο των φρένων λεωφορείου.
Η συχνή εμφάνιση της φρενήρους πορδής υποδηλώνει μεγάλο ανοιγμα της πρωκτικής οπής του ατόμου που την φέρει.

Εκεί που καθόμασταν με τον παππού κάνει μια στο πλάι και αφήνει μια φρενήρη και απογειωτική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γερμανική λέξη mein που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «δικός / -ή / -ό μου». Έκφραση που ακούγεται συχνά στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και έξω από το γήπεδο της Τούμπας αλλά και στην Βέροια και αντικατέστησε το '80ς, παρωχημένο αλλά και χαμουτζίδικο «δικέ μου».

Συνώνυμα : ψηλός, κολλητός, φάιλος.

Οδήγησε στην παράφραση του θρυλικού άσματος των Olympians, αλλά και αργότερα του καλλιτέχνη Λιβιεράτου.

Σε λενε, το κορίτσι του mein..
μαααα
στην καρδιά σου, η αγάπη
είναι klein (εννοείται πάλι το mein)

- Πού 'σαι ρε Μάιν, θα πάμε γήπεδο σήμερα;
- Και τι να πάω να δω ρε Μάιν, τον Μπαλάφα και τον Λάκη; Κλάιν Μάιν... Πονάν τα μυαλά μου και που τους βλέπω σε λέω... Πάμε για Τούμπα Λίμπρε να πιάσουν τόπο και τα λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δάχτυλο με το οποίο κάποιος (βρωμύλος) σκαλίζει την μύτη του.

Αμάν πια με το μυξοτρύπανο Κωστάκη!

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια ξεσπάσματος από αγανακτισμένους άντρες που δεν αντέχουν άλλο τη μίρλα της γκόμενάς τους, υποδηλώνει δε τις θυσίες και χατίρια που έχουν κάνει στις αχάριστες γυναίκες τους.

Ωχ πια με έφαγες, και τι δεν έκανα για σένα: και τα μίνια σου και τα έτσι σου, τα πάντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified