Παραλλαγή της λέξης τίποτα, (σύμπτυξη του τίποτις), με την ίδια ακριβώς σημασία...
- Τίπτις να φάμε έχει, γιατί πείνασα;
Παραλλαγή της λέξης τίποτα, (σύμπτυξη του τίποτις), με την ίδια ακριβώς σημασία...
- Τίπτις να φάμε έχει, γιατί πείνασα;
Got a better definition? Add it!
Υποδηλώνει - πάντα με μία καλή δόση ειρωνείας - άτομο που είναι ιδιαίτερα ήσυχος και κυρίως πιστός - κοινώς, Παναγίτσα.
- Σε είδα πως την έκοβες την ψώλα! Μην κάνεις το μαλάκα!
- Μα τι λες μωρό μου, εγώ; Εγώ είμαι Παναγή Τσαλδάρη γωνία!!!
Got a better definition? Add it!
Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.
- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!
Got a better definition? Add it!
Ξεκουμπίσου, σπάσε, στρίβε.
Μας τά 'πρηξες, άντε πάρε τη βόλτα σου.
Got a better definition? Add it!
Αυτά, αλλά το λέμε έτσι για να πλάκα. Συμπίπτει και με την πραγματική λέξη απτά (=χειροπιαστά).
- Τί άλλα;
- Τίποτα μωρέ...
- ...
- Απτάαα...
- Τα λέμε τότε.
- Οκ, γεια.
- Γεια.
Got a better definition? Add it!
Δεν κατάλαβα, αφαιρέθηκα, απέτυχα σε μια προσπάθεια μου να βοηθήσω ή να επιτελέσω μια εργασία.
Προέρχεται από το Δεν νιώθω φιστίκι (κάστανο).
- Μαλάκα τι ασπίδα έχει αυτός ο paladin; Πωω! Δε νιώθει Κάσιους!
- Πάλι μας έκαψε ο Μπάμπης, ρούφηξε τα γκολάκια σαν ανάπηρος!
- Αφού δε νιώθει Κάσιους ο μαλάκας μωρέ!
Got a better definition? Add it!
Παραποίηση από το γνωστό ποιήμα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ιθάκη» που ξεκινά με τον στίχο «Σα βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη...». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται (όπως εύκολα κατανοεί κανείς) για να δείξει πόσο ηλίθιος είναι κάποιος, με έναν τόνο λυρικότητας για να «βγάλει» γέλιο (σε μία παρέα κτλ).
Αυτονόητο.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλακάκος, ο τύπος που γελάει χωρίς λόγο.
- Γελάει στο άσχετο ο Μήτσος, το έχεις προσέξει ;
- Ναι είναι λίγο χόχος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.
- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!
Got a better definition? Add it!
Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.
Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.
Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;
Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.
Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.
Πω πω, με αύτωσε το κρασί...
Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.
Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;
Got a better definition? Add it!
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.